Armagideon Time - The Clash - London 1979

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

συνέντευξη του Γιάννη Αγγελάκα... στο Κόκκινο





    Μέρος 1ο



    Μέρος 2ο

συνέντευξη στη Φωτεινή Λαμπρίδη

Πρώην στέλεχος της Χρυσής Αυγής μιλάει για τη δολοφονία του Π.Φυσσα




Ήταν στον Πυρήνα της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια για περίπου ενάμιση χρόνο, είδε πολλά και έζησε από κοντά τους ανθρώπους της τοπικής οργάνωσης, στην οποία ο δολοφόνος του 34χρονου Παύλου Φύσσα, Γιώργος Ρουπακιάς, ήταν υπαρχηγός όπως λέει στο «Έθνος» το πρώην μέλος της Χρυσής Αυγής.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από τη συνέντευξή του στο Έθνος:
- Το τάγμα εφόδου της Τ.Ο Νίκαιας, υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Πατέλη και την αρχηγία του βουλευτή Ι. Λαγού, διαθέτει την ιεραρχία, τη δομή, και την οργάνωση που συναντά κανείς μόνο σε παραστρατιωτικές εγκληματικές ομάδες. Ορμητήριο-αρχηγείο τους είναι τα γραφεία, απ' όπου δίνονται οι εντολές για επιθέσεις ενάντια σε αλλοδαπούς και για άλλες δράσεις. Εκεί φυλάσσονται ρόπαλα, στιλέτα, και πτυσσόμενα κλομπ, τα «οποία εξαφανίζονται» όταν επίκεινται έλεγχοι από την αστυνομία. «Στη Νίκαια ενημερώναμε τον Πατέλη, ο Πατέλης τον Λαγό και από εκεί και πέρα μας έλεγαν ότι το ΟΚ το δίνει ο αρχηγός» αποκαλύπτει στο «Έθνος» το πρώην μέλος της οργάνωσης και δε σταματά εδώ: «Αν έδινε το ΟΚ ο αρχηγός βγαίναμε στους δρόμους είτε για να γράψουμε συνθήματα στους τοίχους, είτε για να την πέσουμε σε Πακιστανούς».
- «Ο υπεύθυνος της Νίκαιας, Πατέλης, έφτιαξε κλειστό πυρήνα. Εκεί θα ήταν μόνο οι φουσκωτοί, οι δικοί του» συνεχίζει για να αποκαλύψει πως ο δολοφόνος του Παύλου ήταν στο Πενταμελές Συμβούλιο της Νίκαιας. «Εκεί ο Πατέλης βάζει τα δικά του παιδιά. Ο Ρουπακιάς μπήκε χωρίς εκλογές, χωρίς τίποτα» λέει το πρώην μέλος της ΧΑ. Μια αποκάλυψη που επιβεβαιώνει όλα όσα αποκαλύφθηκαν για τον χρυσαυγίτη δολοφόνο, ο οποίος μπορεί να έλεγε πως δεν είναι μέλος της οργάνωσης αλλά έχει μέχρι και κομματική ταυτότητα, όπως λέει στην εφημερίδα το πρώην στέλεχος της Χρυσής Αυγής. «Στο αυτοκίνητο του Γ. Πατέλη και στο σπίτι της μητέρας του βάζαμε τα όπλα μας, όταν έπρεπε να τα κρύψουμε» δηλώνει.
- «Αφού γίνεις μέλος, μπαίνεις στον ανοιχτό πυρήνα και μετά, αν αποδειχθείς άξιος προχωράς προς τα ενδότερα και τον κλειστό πυρήνα. Είσαι ένα μηδενικό, σου λένε να πέσεις να πάρεις κάμψεις και σε κλωτσάνε στα  πλευρά μπροστά σε όλους. Όταν μπεις στον κλειστό πυρήνα, σου βγάζουν ειδικό βιβλιαράκι στο οποίο καταγράφονται και οι επιδόσεις σου. Σε πόσες εκδηλώσεις πήγες, αν έδειρες Πακιστανούς, πόσες φορές έχεις πάει στις οργανώσεις του γραφείου».
Στα μέλη της Τ.Ο. Νίκαιας υπάρχουν και ανήλικοι, μαθητές γυμνασίου και λυκείου, που οι μεγαλύτεροι συμμαθητές τους στρατολογούν από τα σχολεία για να μπουν κι αυτοί στο κόμμα. «Κένταυροι» ονομάζεται η νεότερη γενιά των μελών της οργάνωσης ενώ υπεύθυνος γι αυτή την ομάδα είναι ταυτόχρονα κι επικεφαλής της ομάδας INNOVA, που καβαλάνε τα «παπάκια» τους και είναι η ομάδα κρούσης, στα πρότυπα της αστυνομικής ομάδας ΔΕΛΤΑ.
Όσον αφορά στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που προκάλεσε σοκ στο πανελλήνιο, είναι αποκαλυπτικός: «Ξέρω ότι τον είχαν στη μπούκα γιατί είχε αντιφασιστικά τραγούδια. Είχε κάποιους στίχους που βρίζει τους χρυσαυγίτες. Μαγκιά του για μένα. Ο καθένας μπορεί να γράψει ό,τι θέλει. Δε σου οπλίζει το χέρι όμως. Ήταν αντιφασίστας και το τραγούδαγε και το ξέρανε».
Μάλιστα, το πρώην στέλεχος προχωρά και σε μία αποκάλυψη σχετικά με τα τηλεφωνήματα που έγιναν από τους χρυσαυγίτες, οι οποίοι ήταν στην ίδια καφετέρια με το θύμα και οι οποίοι ειδοποίησαν τον δολοφόνο.
Ποιον θα έπαιρναν τηλέφωνο βάσει ιεραρχίας;
«Τον Πατέλη. Έχουν όλοι το τηλέφωνό του Πατέλη και αυτός που πήρε ή πήρε τον ίδιο ή κάποιον που θα τον ενημέρωνε. Ο Πατέλης ειδοποίησε τον Λαγό. Και ο Λαγός θα ειδοποίησε τον Μιχαλολιάκο. Όσο καιρό ήμουν εγώ στην Τ.Ο. Νίκαιας, έτσι μας είχαν πει ότι λειτουργεί».
Πώς γίνεσαι μέλος;
«Πληρώνεις 20 ευρώ, δείχνεις ελληνική ταυτότητα και γράφεσαι. Η κάρτα μέλους γράφει σε ποια οργάνωση ανήκεις και έχεις αριθμό μέλους».
Χτυπούσαν κυρίως μετανάστες;
«Τους Πακιστανούς τους χτυπούσαν για τα μάτια του κόσμου. Γιατί δεν μπορώ να δεχτώ ότι χτυπάω Πακιστανούς αλλά μετά του πουλάω προστασία. Όποιον Πακιστανό κι αν ρωτήσεις στη Νίκαια γελάει όταν ακούει Χρυσή Αυγή. Η Τ.Ο. της Νίκαιας προστατεύει τους Πακιστανούς. Η τοπική της Νίκαιας παίρνει τα ρούχα που δίνει ο κάθε απλός άνθρωπος για βοήθεια σε άπορους και στη συνέχεια τα δίνουν σε Πακιστανούς στη λαϊκή, οι οποίοι τα πουλάνε στους πάγκους τους και δίνουν στους χρυσαυγίτες ποσοστά».
Αυτά που περιγράφεις τα ξέρει ο Ι.Λαγός;
«Με τις πλάτες του γίνονται. Για όλα ο Λαγός είναι ενημερωμένος. Ό,τι κι αν λέγαμε, ότ,τι κι αν γινόταν, ο Λαγός το ήξερε. Συναγωνιστές που βγήκαν και τα είπαν έφαγαν ξύλο. Και είχαν πάει με στοιχεία κι αποδείξεις και τους έδειραν και τους διέγραψαν».

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Μόνο μπροστά. Πριν μας προλάβει ο θάνατος...

1230090_10151614455017124_279883913_n


Δεν έχω να προσθέσω κάτι σημαντικό για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Διάβασα πάρα πολλά που εκφράζουν τις σκέψεις μου πολύ καλύτερα από ότι θα το έκανα εγώ. Θέλω να καταθέσω τρία συγκεκριμένα σημεία.
  1.    Ο αμείλικτος ρεαλισμός του παρελθόντος και του παρόντος μας.
Διάβασα κάπου ότι το Killah P σήμαινε δολοφόνος του παρελθόντος. Επέλεξε αυτό το όνομα για δικούς του λόγους, ωστόσο δεν υπήρχε ποτέ άλλη στιγμή που να καταλαβαίναμε τόσο έντονα τη δολοφονική αμεσότητα του παρελθόντος και την απίστευτη σκληρότητα του παρόντος. Μέρα με τη μέρα, ακόμα και όταν κάνουμε πως δε βλέπουμε και δεν ακούμε, επαληθεύονται στιγμές, γεγονότα και σκοτεινά σενάρια από το παρελθόν. Φαίνεται προφανές, το έχουμε διαβάσει σε εκατομμύρια αναλύσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου απλό και καθόλου εύκολα παραδεκτό: Δεν υπάρχει τίποτα που να είναι ολοκληρωτικά στο παρελθόν. Δεν υπάρχει καμία θετική εξέλιξη στην ανθρωπότητα που να γινόταν ούτως ή άλλως, χωρίς την ταξική πάλη, χωρίς τον αγώνα, την οργάνωση και την αυτοθυσία. Η εργατική τάξη θα έμενε σε τρώγλες, μέσα στη βρωμιά και τις επιδημίες, δε θα είχε ρούχα να φορέσει και ρεύμα για να ζεσταθεί, θα υπήρχαν δούλοι και αφέντες, αν το προλεταριάτο δεν οργανωνόταν, αν δε γινόταν η Κομμούνα, η Οκτωβριανή Επανάσταση, οι εργατικοί αγώνες σε όλο τον κόσμο. Το ξέρουμε πλέον πολύ καλά, γιατί αυτά αρχίζουν όλο και περισσότερο να συνθέτουν την καθημερινότητα τεράστιων κομματιών της ανθρωπότητας, ακόμα και στις πλουσιότερες χώρες. Και όταν καμιά φορά σκεφτόμαστε πώς χάσαμε ή τι κάναμε λάθος στις επαναστάσεις του παρελθόντος, ας σκεφτούμε πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς αυτές. Το παρόν της κρίσης, μας δείχνει λίγη από την απάντηση. Και ο φασισμός καθόλου παράταιρος δεν είναι με τα σαλόνια των πολυεθνικών, καθόλου ξεπερασμένος από την ψηφιακή εποχή, καθόλου νεκρός από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αν δεν είναι κυρίαρχος, είναι από το αίμα που έχει χυθεί από το 40 μέχρι σήμερα, είναι από τους ταξικούς αγώνες δεκαετιών. Και πάλι, το αμείλικτο παρόν μας κάνει να τον δούμε καθαρά, να τον καταλάβουμε στο πετσί μας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλα τα μαύρα σενάρια που φανταζόμαστε και γνωρίζουμε από την ιστορία, είναι πιθανά στο μέλλον αν δεν αλλάξουμε τη ρότα του. Ή καλύτερα, αν δεν ανατρέψουμε την πορεία της χώρας και του κόσμου, τα μόνα πιθανά σενάρια είναι τα πιο σκοτεινά του παρελθόντος. Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν τα διδάγματα της ιστορίας εύκολα και μονοσήμαντα, δεν είμαι απολύτως σίγουρος από ποιές εποχές πρέπει να αντλήσουμε ιστορικές αναλογίες και προσπαθώ να μη βλέπω μόνο τις προφανείς μανούβρες της εξουσίας. Όπερ σημαίνει ότι είμαι πραγματικά προβληματισμένος για το τι μπορεί να συμβεί στο άμεσο μέλλον και μελετώ με ενδιαφέρον διαφορετικές αναλύσεις. Είμαι όμως σίγουρος για κάτι: αν από κάτι έχουμε να φοβόμαστε πάνω από όλα, αυτό είναι η δική μας στασιμότητα, η δική μας αργοπορία. Το παρελθόν και το παρόν τρέχουν γρήγορα προς ένα μέλλον- κόλαση, ο θάνατος τρέχει και βρήκε έναν από τους καλύτερους της γενιάς μας.
        2.       Μόνο μπροστά.
Ο αγώνας δρόμου είναι πια γνωστός. Ο θάνατος μας έχει προλάβει αρκετές φορές. Στο σημείο που βρισκόμαστε μόνο μπροστά μπορούμε να πάμε Μόνο αποφασιστικά και με φόρα μπροστά. Συγκεκριμένα: Η κλιμάκωση της φασιστικής βίας σε αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο, μόνο τυχαία δεν είναι. Εμφανίζεται και δυναμώνει τη στιγμή που το απεργιακό ποτάμι απειλεί να πνίξει την κυβέρνηση, τη στιγμή που το εργατικό κίνημα ανασκουμπώνεται μετά από μια περίοδο ύφεσης. Η εκπαίδευση εξεγείρεται, το δημόσιο βράζει, μοιάζει όλο και πιο εφικτός ο στόχος της μεγάλης πανεργατικής μάχης μέσα στις επόμενες βδομάδες. Η κυβέρνηση και το σύστημα γνωρίζουν ότι δύσκολα θα περάσει το νέο πακέτο μέτρων που ετοιμάζεται, γνωρίζουν ότι το κλίμα είναι το πιο εκρηκτικό του τελευταίου χρόνου. Και τώρα χτυπάνε, χτυπάνε τους ναυτεργάτες στο Πέραμα, χτυπάνε το εργατόπαιδο, τον μουσικό, τον περήφανο αντιφασίστα, Παύλο. Χτυπάνε για να σκοτώσουν. Χτυπάνε για να τρομοκρατήσουν, χτυπάνε για να προλάβουν τις κοινωνικές εκρήξεις.
Όμως ο λαός δε θέλει να τρομοκρατηθεί, δε θέλει να υποταχθεί, δε θέλει να ανεχθεί το φασισμό, δε θέλει να σταματήσει τον αγώνα του ενάντια στη μνημονιακή πολιτική. Το έδειξε αυτό στις διαδηλώσεις που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Πρωινές και απογευματινές. Εδώ που έχουμε φτάσει, δεν υπάρχει επιστροφή, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη, δεν υπάρχει καθυστέρηση. Είπαμε, ο θάνατος μας προλαβαίνει. Μόνο μπροστά, μόνο αποφασιστικά. Δεν είναι τίποτα σίγουρο και εύκολο, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένο αίσιο μέλλον. Το μόνο όμως που μπορεί να υποσχεθεί ότι η συνέχεια θα γέρνει περισσότερο προς τη δική μας μπάντα, είναι η συνέχιση και κλιμάκωση του αγώνα, η συνέχιση των απεργιών, η διεύρυνση του απεργιακού μετώπου μαζί με τη συνέχιση των αντιφασιστικών δράσεων, της ενωτικής αντιφασιστικής δράσης. Όποια πιθανά σενάρια και αν απεργάζονται, το μόνο βέβαιο είναι ότι είναι καλύτερο να βρίσκεται ο κόσμος στο δρόμο, να εξεγείρεται, να οργανώνεται, να διεκδικεί. Με τον κόσμο στο σπίτι, με φόβους, δεύτερες και τρίτες σκέψεις, ομαλότητες, αναμονές κ.α., ο θάνατος θα μας προλάβει ξανά. Από τα κάτω γίνονται τα καλά, τα κακά γίνονται από τα πάνω.
Δεν πιστεύω ότι κάθε αγώνας είναι νικηφόρος, και μόνο σαν τσιτάτο δέχομαι ότι οι μόνοι χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δε δόθηκαν. Υπάρχουν και χαμένοι αγώνες. Οι πιο μεγάλες ήττες όμως είναι όταν η ίδια η εργατική τάξη αποδυναμώνεται, οι απεργίες της δε γίνονται, τα όργανά της εκφυλίζονται. Αποδυναμωμένη η εργατική τάξη, αποδυναμωμένοι οι απεργοί εκπαιδευτικοί, αποδυναμωμένοι οι μαθητές και φοιτητές, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ναυτεργάτες, αποδυναμωμένη η δική μας ΕΡΤ, είμαστε τα πιο εύκολα θύματα στην πιο ακραία αντεργατική πολιτική, που δεν είναι άλλη από τον ίδιο το φασισμό. Για αυτό, πρώτο και βασικό καθήκον είναι η συνέχιση της απεργίας, η μαζικοποίηση των επόμενων διαδηλώσεων, οι καταλήψεις σε σχολεία και σχολές και η διαρκής προσπάθεια για διεύρυνση του απεργιακού μετώπου.
          3.       Ούτε πρωτεύον, ούτε δευτερεύον. Ένα
Μήπως όμως είναι η επαναφορά της συζήτησης στις απεργιακές κινητοποιήσεις, υποτίμηση της αντιφασιστικής πάλης, τη στιγμή που οι φασίστες έφτασαν να σφάζουν συντρόφους μας; Αλλά και από την άλλη, μήπως οι συνεχείς αντιφασιστικές δράσεις περιορίζουν την προσοχή από τη μάχη ενάντια στην κυβέρνηση και την τρόικα, που άλλωστε αυτές εξέθρεψαν τη Χρυσή Αυγή; Νομίζω ότι πρέπει να υπερβούμε όλα αυτά τα ερωτήματα. Ο φασισμός δεν είναι ούτε πρωτεύον, ούτε δευτερεύον θέμα σε σχέση με το μνημόνιο και την κοινωνική βαρβαρότητα της κυβερνητικής πολιτικής. Το θέμα είναι ένα: Κοινωνικός κανιβαλισμός, μνημονιακή πολιτική, ακροδεξιά αντιλαϊκή κυβέρνηση και φασιστική Χρυσή Αυγή ή αγώνες, ανατροπή, αλληλεγγύη για δημοκρατία, εργασία με αξιοπρέπεια, δημόσια παιδεία, υγεία, νερό κ.α.
Η άνοδος της ταξικής αναμέτρησης και κυρίως η εμφάνιση και ενδυνάμωση των οργάνων των αγωνιζόμενων εργαζομένων και νέων, στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στα σχολεία, στις πλατείες κ.α. δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει πιο έντονα από ποτέ και την ενιαία εργατική- λαϊκή πάλη ενάντια στο φασισμό και τους φασίστες. Δεν μπορεί να υπάρχει το δεύτερο χωρίς το πρώτο, αλλά και το πρώτο δεν μπορεί να υποτιμά άλλο το δεύτερο. Αντιφασιστική πάλη σημαίνει βεβαίως και πάλη ενάντια στους φασίστες καθώς και αυτοάμυνα και περιφρούρηση των αγωνιστών αλλά σημαίνει πρώτα και κύρια πάλη στο έδαφος της ανάπτυξης του φασισμού. Είναι μια συνολική πολιτική, κινηματική, ιδεολογική, καθημερινή πάλη που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταξικής πάλης και του αντικυβερνητικού αντιμνημονιακού αγώνα. Δε μπορεί να νικηθεί ο φασισμός χωρίς την κοινωνία. Και δεν μπορεί να νικηθεί το μνημόνιο με τους φασίστες να αλωνίζουν.
Χρειάζεται να τρέξουμε, δε γνωρίζω τις απαντήσεις, αλλά ξέρω ότι δεν υπάρχει χρόνος να αναζητηθούν αυτές έξω από το κίνημα, τον αγώνα, τη συλλογικότητα. Να αισθανόμαστε ότι κάνουμε λάθος μόνο όταν δεν είμαστε στο δρόμο. Να μη φοβηθούμε τι μπορεί να φέρει η δική μας δύναμη, αλλά η δική μας αδυναμία.
Άλλωστε έτσι θα είμαστε και πιο συνεπείς στα λόγια του Killah P:
«Μου είπαν να μην κάνω όνειρα τρελά,
να μην τολμήσω να κοιτάξω τα αστέρια,
μα εγώ ποτέ μου δεν τους πήρα σοβαρά,
πήρα τον κόσμο ολόκληρο στα δυο μου χέρια.»

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Ο μελιγαλάς...







Επιμέλεια: Ιάσονας Χανδρινός, διδάκτωρ του τμήματος ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών - See more at: http://stokokkino.gr/article/2310/Les-kai-itan-xthes#sthash.LQQ6gn6j.dpuf

Ο Χρυσαβγίτης Φονιάς Γ. Ρουπακιάς στα δικαστήρια του Πειραιά




ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΜΠΑΤΣΟΥΣ ,ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ


Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Μια μαρτυρία από το ολοκαύτωμα στο Χορτιάτη...



Η συγκλονιστική μαρτυρία της Ελένης Νανακούδη, που κατάφερε να επιβιώσει από τη σφαγή και μίλησε στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα. Αποσπάσματα της συνέντευξης προβλήθηκαν στην εκπομπή του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα με τίτλο «η Ελλάδα του Χίτλερ».

«Οι άνδρες εκτελέστηκαν. Τις γυναίκες τις έκλεισαν σε ένα κτίριο και έβαλαν φωτιά.  Δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της, σκοτωμένη  αυτή και το μωρό θήλαζε, μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα»…

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (Δ): Εσείς καταρχήν πόσο χρονών ήσασταν;

ΝΑΝΑΚΟΥΔΗ ΕΛΕΝΗ (Ν.Ε.): Ήμουνα  δέκα, δέκα μισό.

Δ: Εσείς εκείνη την εποχή καταλαβαίνατε τι γινόταν στο χωριό με τους Γερμανούς;

Ν.Ε.: Ε, όχι, εγώ μικρή ήμουνα τότε, δέκα χρονών.Δεν ξέραμε τι μας περίμενε, δεν περιμέναμε τέτοια πράγματα, όχι. Εκείνη  την ημέρα ήρθανε, κατεβήκανε αντάρτες από πάνω από το βουνό, χτυπήσανε  έναν Γερμανό. Σκοτώσανε έναν, έναν τραυματίσανε και μετά φύγανε. Οι Γερμανοί ειδοποιήσανε στο Ασβεστοχώρι, ήταν δύναμη εκεί πέρα, Γερμανοί και Έλληνες συνεργάτες τους, και ήρθανε στο χωριό. Εμείς αμέριμνοι, ιδέα δεν είχαμε, καθίσαμε εδώ στο σπίτι, ήρθανε οι Γερμανοί, μας χτυπήσανε την πόρτα, ανοίξαμε, μας μαζέψανε, όσα γυναικόπαιδα βρήκανε. Εγώ ήμουνα με την μάνα μου και την αδερφή μου, μας πήγανε στον κήπο.

Δ: Διάβασα  ότι όταν έγινε το χτύπημα αυτό, πολλοί ειδοποιήθηκαν και έφυγαν στα βουνά.

Ν.Ε.: Όχι, δεν  ειδοποιήθηκαν πολλοί, απλώς όσοι φοβήθηκαν φύγανε στο  βουνό. Και η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει και ξαναγύρισε. Λέει γιατί να φύγω, τι φταίμε εμείς, τι ξέρουμε, δεν έχουμε ιδέα από τίποτα και γύρισε πίσω. Και μας μαζέψανε εδώ στον κήπο, στο  Μπαντάτσιο, ένα κέντρο που ήταν εκεί. Μας μαζέψανε, μας βάλανε και  καθίσαμε στην πίστα του κέντρου, εκεί μας βρίζανε Έλληνες. Όταν λέμε Έλληνες, εννοούμε συνεργάτες των Γερμανών. Μας βρίζανε, οι άντρες σας είναι αντάρτες μας λέγανε, οι γυναίκες έλεγαν όχι, στην δουλειά είναι, στα χωράφια είναι οι άντρες μας. Μετά, αφού συγκεντρωθήκαμε αρκετοί, ρωτούσαμε  τι θα γίνει, τι θα μας κάνουνε. Ήρθανε και τρία αγοράκια κλαίγοντας. Τα ρωτήσανε οι γυναίκες γιατί κλαίτε, γιατί σκοτώσανε την μαμά μας στην αυλή, της κόψανε τα δάχτυλα, της βγάλανε τα δαχτυλίδια και μετά την σκοτώσανε. Τότε καταλάβαμε τι μας περίμενε.
 Δ: Πόσα  άτομα ήσασταν;

 Ν.Ε.: Εμείς εδώ πρέπει να ήμασταν καμιά εβδομήντα  άτομα. Μας βάλανε τρεις-τρεις στην σειρά.  Ακούσαμε να λένε "πού θα τους πάμε να τους εκτελέσουμε". Κάποιος είπε στο νεκροταφείο. Άκουσα έναν άλλον να λέει, "όχι στο νεκροταφείο θα μας φύγουνε, είναι χαμηλός ο τοίχος. Μην μας φύγει κανείς". Αντίθετα, ο φούρνος ήταν εδώ δίπλα στο σπίτι μας. "Θα τους βάλουμε μέσα στο φούρνο, είναι μεγάλο το οίκημα, θα χωρέσουνε", είπε κάποιος άλλος.

Δ: Εσείς τα ακούγατε όλα αυτά.

Ν.Ε.: Βέβαια  τα άκουγα. Μόλις άκουσα τι λέγανε κρεμάστηκα από της  αδερφής μου το λαιμό και της είπα θα μας σκοτώσουνε. "Όχι εσάς" μου είπε, "εμάς τους μεγάλους, τα μικρά δεν  τα σκοτώνουν" μου είπε η αδερφή μου. Είκοσι χρονών ήταν αυτή. Ανοίξανε τις πόρτες, μας βάλανε στον φούρνο, εμείς που ήμασταν  από τις πρώτες στην γραμμή ανεβήκαμε  στο ζυμωτήριο επάνω. Μας είπαν  να καθίσουμε. Καθίσαμε, στήσανε μπροστά  ένα πολυβόλο στην πόρτα, στο ζυμωτήριο  επάνω και άρχισαν να μας ρίχνουν. Σκοτώθηκε η μαμά μου πρώτα, μετά η αδερφή μου, μετά άρχισαν να φέρνουν δέματα χόρτα και μας τα έριξαν πάνω μας. Βάλανε φωτιά. Είδα μία  κυρία κατέβαινε με το μωρό της  αγκαλιά, πιάστηκα πίσω από την ρόμπα της και κατέβηκα κάτω. Εκεί  ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο με νεκρούς. Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα  να κατεβεί, εκείνη την ώρα βρέθηκαν μπροστά της, εγώ θα τους πω ταγματασφαλίτες, και άκουσα που να της λένε "κυρία μου που πας;" και την  μαχαίρωσαν.
Έπεσε αυτή ανάμεσα στην πόρτα, εγώ όπως ήμουνα μικρή δεν με είδανε πίσω. Μπήκα κάτω από τον πάγκο και  δεν με είδανε. Πέρασε  λίγη ώρα και βγήκα. Είδα ησυχία εκεί στην αυλή και βγήκα άκουσα κουβέντες στον δρόμο. Που να πάω; Και έξω στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τη νεκρή. Εκεί  πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της. Ήταν νεκρή και το μωρό θήλαζε. Μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα. Εν τω μεταξύ αυτή αιμοραγούσε ακόμα. Επάνω  μου ερχόταν όλο το αίμα, αλλά δεν μιλούσαμε.  Τίποτα κανείς. Άρχισαν να μας κλoτσάνε μήπως έχει κανέναν ζωντανό, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος ακόμα ξεψυχούσε και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν ζωντανός ποιος ήταν νεκρός. Εκεί  περίμενα λιγάκι. Αρχισε να βραδιάζει, άρχισε να καίγεται το οίκημα, ο φούρνος. Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε άλλο, δίπλα ήταν το σπίτι μας, πήγα εκεί.

 Δ: Ήταν  και άλλοι μαζί σας;

Ν.Ε.: Όχι, εκείνη την ώρα ήμουν μόνη μου. Όλοι οι άλλοι ήταν σκοτωμένοι. Όταν ξεκίνησα να βγω ήταν και δύο παιδάκια πίσω από την πόρτα. Δύο μικρά παιδάκια, αλλά τα έχασα, δεν ξέρω που πήγαν. Εγώ βγήκα έξω, πήγα στο σπίτι το δικό μας που ήταν δίπλα. Δεν ξέρω από πού φύγανε και πώς γλιτώσανε τα παιδάκια αυτά. Από εκεί, από το σπίτι, μόλις βράδιασε, ξεκίνησα να πάω, στα χωράφια. Θυμήθηκα ότι ο μπαμπάς μου ήταν στο χωράφι και ξεκίνησα για το βουνό να πάω να τον  βρω. Δύο ώρες δρόμο μακριά. Στον  δρόμο με βρήκανε κάτι χωριανοί, είδανε που περπατούσα και με βοήθησαν. Εν  τω μεταξύ, εκεί που ανέβαινα στο βουνό, δύο ταγματασφαλίτες με βρήκανε. Αυτοί έκαναν βόλτες, είχαν τα όπλα στους ώμους και κατέβαιναν προς τα κάτω.
Ένας  πήγε από εδώ, ένας από εκεί και  εγώ στην μέση περίμενα να δω τι θα κάνουν. Κατέβασε το όπλο ο ένας να με σκοτώσει, ο άλλος δεν τον άφησε. "Όχι" λέει δεν θα το σκοτώσεις. Θα το σκοτώσω. "Πού είναι η μαμά σου;" με ρώτησαν. Τους είπα ότι την σκοτώσανε. "Ο μπαμπάς σου αντάρτης είναι;" ρώτησαν. "Όχι στο χωράφι είναι", απάντησα. "Και τώρα που θα πας;", είπαν. "Στον μπαμπά μου", είπα. Θα  το σκοτώσω ο ένας, όχι ο άλλος, εγώ περίμενα. Εν τω μεταξύ ήμουν τραυματισμένη, δεν το είχα πάρει είδηση. Στα πόδια μου και στο χέρι μου, τότε είδα. Επειδή την αδερφή μου την κρατούσα αγκαλιά, πέρασε η σφαίρα από της αδερφής μου το κεφάλι και μου έμεινε εδώ στο δικό μου το χέρι και ήταν όλο τούφες από τα μαλλιά της που τραβούσα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουνα τραυματισμένη και στα πόδια.
Με  άφησαν αυτοί. Είπε ο ένας στον άλλον, δεν χόρτασες, σκότωσες, έκλεψες. Όχι απαντάει και άλλο θέλω, τι είμαι σαν και εσένα, λέει, που δεν έκλεψες ούτε ένα καλούπι σαπούνι. Οι  δυο τους τώρα μαλώνουνε, εγώ περιμένω… Πάνε μικρή μου, λέει,  εδώ στο  ρέμα να μην σε πιάσει καμιά σφαίρα, να μην σε σκοτώσει κανείς. Εγώ νόμιζα πως θα γυρίσω την πλάτη και θα με τουφεκίσουνε και πήγαινα πίσω-πίσω. Λέει ο ένας:  Όχι μη φοβάσαι δεν θα τον αφήσω να σε σκοτώσει. Πήγα στο ρέμα, κάθισα λίγο. Μόλις πήρε και βράδιασε τότε έφυγα, πήγα στο βουνό, με συνόδευσε ένας χωριανός μας, με βρήκε στον δρόμο και με πήγε στον πατέρα μου.      

Δ: Ο οποίος δεν ήξερε τίποτα;

Ν.Ε.: Είδαν τον καπνό και τους ειδοποίησαν  μην κατεβείτε στο χωριό, γιατί  το χωριό το καίνε, αλλά δεν ήξεραν ότι σκοτώνανε και τον κόσμο. Εγώ ήξερα που ήταν το χωράφι. Ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε. Τι να με κάνει νύχτα στο βουνό; Έβγαλε  το πουκάμισό του, το έσκισε, μου έριξε  ούζο και καπνό στα τραύματά μου και με το πουκάμισό έδεσε  τις πληγές.

Δ: Του είπατε;

Ν.Ε.: Που είναι  η μαμά; ρώτησε. Την σκοτώσανε. Πού είναι η αδερφή σου; Την σκοτώσανε…

Δ: Μετά  γυρίσατε;

Ν.Ε.: Που να γυρίσουμε; Το χωριό στάχτη, το σπίτι  στάχτη, που να γυρίσουμε. Με πήρε καβάλα στο άλογο ο μπαμπάς μου  και ο αδερφός μου, που ήταν μαζί με τον μπαμπά μου. Μας είπανε πως έχει αντάρτες στην Περιστερά και να πάμε εκεί. Εκεί πήγαμε. Προσπάθησαν να μου καθαρίσουν τις πληγές. Στέγνωσε ο καπνός και δεν έβγαινε με τίποτα. Εγώ έκλαιγα ο γιατρός μου έδωσε  και ένα  χαστούκι γιατί έκλαιγα. Από εκεί ήρθαν οι Γερμανοί, μας πήρανε είδηση, τους ειδοποιήσανε ότι στην Περιστερά έχει αντάρτες και ήρθανε με τα αεροπλάνα και άρχισαν χαμηλά να ρίχνουν. Από εκεί, από ρέμα σε ρέμα, με είχανε με ένα φορείο, μια παλιά κουρελού και δύο ξύλα και με κουβαλούσανε μέσα στα βουνά. Πήγαμε  στο Λιβάδι, εκεί είχε αντάρτες. Εκεί κάθε μέρα με αλλάζανε τις πληγές, αλλά το χέρι μου άρχισε να παθαινει σαν  γάγγραινα, είχε μολυνθεί.

Δ: Δεν είχαν  βγάλει την σφαίρα;

Ν.Ε.: Όχι, δεν  το ήξεραν, δεν μπορούσε να το καταλάβει ο γιατρός, είχε παραμορφωθεί η παλάμη μου. Είχε και έναν Ιταλό γιατρό αιχμάλωτο, που του είπε πως το παιδί έχει σφαίρα μέσα στο χέρι του. Όχι, δεν έχει, θα κόψουμε το χέρι, του απαντούσε. Μάλιστα είπε πως αύριο στις δέκα θα πάμε να κόψουμε το χέρι του παιδιού. Ο Ιταλός είπε στον πατέρα μου, πως θα έρθει κρυφά τη νύχτα, να μην φοβηθεί, και θα βγάλει τη σφαίρα από το χέρι μου. Είπε στον πατέρα μου να μη φοβηθεί, για να μην τον πάρουν είδηση και τον σκοτώσουν. Πράγματι, τη νύχτα σηκώθηκε κρυφά, ήρθε με τον αναπτήρα του μπαμπά μου και το σακάκι, στο εκκλησάκι που κοιμόμασταν, έξω από το Λιβάδι, για να μη φανεί φως μέσα στη νύχτα στο βουνό και μου έβγαλε το μολύβι.  Την άλλη μέρα, η ώρα δέκα που ετοίμασαν  τα πάντα να μου κόψουν το χέρι, άρχισε ο Μάριος, Μάριο τον έλεγαν, να λέει γιατρέ βλέπω το χέρι πάει καλύτερα. Ναι, ναι είπε και ο γιατρός, δεν  θα το κόψουμε, πάει προς το καλύτερο. Με γλίτωσαν από εκεί το χέρι μου. Και έτσι, σιγά-σιγά, συνήλθα.  

Δ: Μετά  τι κάνατε; Γυρίσατε;

Ν.Ε.:  Μετά  γυρίσαμε. Ύστερα από 15 μέρες. Από εκεί μας κυνήγησαν τα αεροπλάνα, οι Γερμανοί και βρεθήκαμε στο Πετροκέρασο. Εκεί  καθίσαμε λίγο καιρό, αλλά εγώ δεν  γινόταν να καθίσω, δεν γιατρευόμουνα  με τα φάρμακα που είχαν οι αντάρτες. Δεν μπορούσα. Και με πήρε ο μπαμπάς μου με κατέβασε, στον Άγιο Βασίλη, είχα μία θεία που είχε ένα σπίτι στο Πετροκέρασο. Και εκεί κάθε μέρα με πήγαιναν στους γιατρούς, μου φτιάχνανε τα τραύματά μου.

Δ: Αυτά  έγιναν το ’44;

Ν.Ε.: Το ’44, σε λίγο καιρό φύγανε και οι Γερμανοί, αλλά ήταν εμείς να περάσουμε την  μπόρα αυτή.

Δ: Είχε  αντάρτες τότε στον Χορτιάτη;

Ν.Ε.: Ε, στο  βουνό θα είχε, αλλά μήπως ξέραμε εμείς. Δεν είχαμε ιδέα εμείς τι είχε και τι δεν είχε. Μπορεί οι μεγάλοι  να είχανε, εγώ δεν ήξερα  τέτοια πράγματα.

Δ: Πόσοι σκοτώθηκαν;

Ν.Ε.: 149 άτομα.

Δ: Και πάρα πολλά παιδιά...

Ν.Ε.: Παιδιά, γέροι, νέοι. Δεν εξαιρούσανε  ηλικία ή άντρας ή γυναίκα. Ό,τι έβρισκαν μπροστά τους σκοτώνανε  και όχι Γερμανοί. Γιατί εγώ  όταν ξεκίνησα να φύγω από το σπίτι  μας, που καιγόταν, να πάω στο βουνό, στον δρόμο εδώ ακριβώς κάνανε βόλτες Γερμανοί. Με είδανε, ούτε καν γύρισαν να μου μιλήσουν.

Δ: Ποιοι δηλαδή ήταν αυτοί; Οι Έλληνες;

Ν.Ε.: Αυτοί που σκοτώνανε ήταν Έλληνες, εγώ  δεν είδα Γερμανό να σκοτώνει. Οι Έλληνες, οι Έλληνες συνεργάτες των  Γερμανών και ύστερα από τόσα χρόνια, έχει τώρα, πόσα χρόνια έχει, έχει 4-5 χρόνια, παραπάνω πρέπει να έχει, με είδανε στην τηλεόραση που μιλούσα, οι ταγματασφαλίτες, που είχα συναντήσει εκείνο το βράδυ. Ο ένας που ήθελε να με σκοτώσει και ο άλλος που δεν τον άφηνε. Αυτοί νόμιζαν πως είχα πεθάνει. Σκέφτηκαν πως δεν θα μπορούσα να επιβιώσω μόνη μου μέσα στη νύχτα. Με είδανε στην τηλεόραση και πήρανε τηλέφωνο στην κοινότητα για να δουν αν θέλω να μιλήσουμε.

Δ: Και μιλήσατε με αυτούς;

Ν.Ε.: Ναι και  με πήρανε τηλέφωνο από την κοινότητα. Μου λένε θέλεις να μιλήσεις με έναν από  αυτούς που σε είδανε; Λέω βεβαίως  θέλω να του μιλήσω, να δω τι θα μου πει. Με  πήρε τηλέφωνο. Του δώσανε το τηλέφωνό μου και με πήρε. Μου λέει σε είδαμε στην τηλεόραση και στενοχωρηθήκαμε.  Πάρα πολύ λυπηθήκαμε. Γιατί λέω, επειδή ζω λυπηθήκατε; Είχατε την εντύπωση ότι πέθανα; Ναι λέει είχαμε την εντύπωση ότι είχες πεθάνει, δεν περιμέναμε να ζήσεις στα χάλια που σε είδαμε. Ήμουνα βουτηγμένη μέσα στο αίμα. Δικό μου αίμα αλλά και άλλων. Ήταν λίμνη το αίμα όπως ξάπλωσα στους νεκρούς επάνω; Και τους λέω τι έγινε τώρα που με είδατε; Ζήτησαν να τους συγχωρήσω. Λέω ναι, αλλά δεν μου λες τώρα, τον ρωτάω,  εσύ ποιος είσαι από τους δυο; Τον έναν τον έλεγαν Βαγγέλη, τον άλλο Δημήτρη 
Δ: Τους  ξέρατε;

Ν.Ε.: Όχι, δεν  τους ήξερα. Αυτός  μου είπε στο τηλέφωνο, ήμασταν μαζί με τον Βαγγέλη, εγώ  λέγομαι Δημήτρης και ο άλλος  Βαγγέλης. Λέω ποιος όμως από τους δύο ήθελε να με σκοτώσει και ποιος δεν το άφηνε; Δεν το παραδέχτηκε. Όχι, δεν θέλαμε να σε σκοτώσουμε. Ε, πώς δεν θέλατε, αφού κατέβασε το όπλο από τον ώμο και τον έπιασες από τους ώμους να μη με σκοτώσει, πώς γίνεται αυτό; Μου ζήτησε να βρεθούμε από κοντά. Λέω έλα να πιούμε καφέ. Λέω, δεν μου λες σε παρακαλώ, πόση σύνταξη σε βγάλανε που σκότωνες τους ανθρώπους; Και μου το έκλεισε, όταν του το είπα. Μου το έκλεισε. Πέρασε  λίγος καιρός, ήταν Χριστούγεννα και περίμενα εγώ, λέω θα με ξανάπάρει αυτός τηλέφωνο για να μου ζητήσει πάλι συγχώρεση και πράγματι με πήρε.

Με  πήρε και λέει ποιος είναι στο  τηλέφωνο; Μήπως είσαι λέει η κόρη της; Δεν με κατάλαβε την δεύτερη  φορά που πήρε τηλέφωνο. Λέω εγώ  ναι, η κόρη της είμαι, τι θέλετε; Λυπηθήκαμε για την μαμά σας τόσο πολύ που πέρασε αυτά τα πράγματα και έχουμε και εμείς οικογένειες, έχουμε παιδιά, θέλουμε να ζητήσουμε συγχώρεση. Λέω δεν ξέρω, δεν είναι η μαμά μου  εδώ, αλλά δεν χρειάζεται ξανά συγχώρεση. Ας σας συγχωρήσει ο θεός. Τι άλλο να τους πεις;

Δ: Πώς εξηγείς  το ότι το χωριό που είχε γύρω στους 2.500 κόσμο, εκείνη την μέρα ήταν γύρω στα 149 άτομα, τα οποία έπιασαν και σκότωσαν. Πώς εξηγείς το ότι δεν είχαμε περισσότερα θύματα;

Ν.Ε.: Κοίταξε, άλλοι φύγανε στο βουνό. Να πρώτα-πρώτα  η θεία μου. Εγώ είχα μια θεία με τα παιδιά της και έφυγε και  πήγε στο βουνό. Όσοι φοβόντουσαν, πιο δειλοί, φύγανε. Η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει, πήγε μέχρι το σημείο που σήμερα βρίσκεται το μνημείο και γύρισε πίσω. Τι, χαζή είμαι λέει; Έτσι θα σκοτώνουνε τον κόσμο; Εμείς δεν έχουμε ιδέα από τίποτα, γιατί να μας σκοτώσουν;

Δ: Δεν είχε γίνει κάτι παρόμοιο…

Ν.Ε.: Όχι. Τότε ο κόσμος, είχε συναναστροφές με τους Γερμανούς.

Δ: Οπότε δεν φοβότανε.

Ν.Ε.: Όχι, δεν  φοβότανε. Εμείς μικρά ήμασταν. Εδώ είχε βίλες, εβραίικες βίλες, όπου  καθόντουσαν Γερμανοί. Ερχόμασταν εδώ, στους Γερμανούς, παίζαμε, τους φέρναμε αυγά και μας έδιναν ζάχαρη που δεν είχαμε, κότες σφαγμένες και μας τις πλήρωναν. Δεν μας πείραζαν οι Γερμανοί καθόλου, δεν μας πείραζαν, τώρα ήταν αυτό το σύστημά τους; Ξέρω εγώ; Τώρα  τι έγινε στα τελευταία δεν ξέρω... Εκεί στα Καλάβρυτα, γυναίκες δεν σκοτώνανε, μονάχα άντρες και παιδιά από 12 χρονών και επάνω, από 12 χρονών και κάτω δεν σκοτώνανε. Τώρα  τι διαταγές είχανε και πώς τις  είχαν τις διαταγές δεν ξέρω.

Δ: Μήπως η παρουσία του Σούμπερτ συνέβαλε στο να γίνουν πιο σκληροί… Μήπως έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί σκοτώνανε όποιον έβρισκαν μπροστά τους;

Ν.Ε.: Ναι, κοίταξε  τώρα, για παράδειγμα αυτός ο ταγματασφαλίτης να τον πω εγώ, ο Δημήτρης όπως μου είπε ότι τον λένε, όταν τον ρώτησα πώς ήρθατε εσείς και σκοτώνατε; γιατί το κάνατε; Μου απάντησε ήταν 20 χρονών παιδιά, τους είπαν πηγαίνετε στον Χορτιάτη και ότι θέλετε κάντε. Τους διέταξαν οι Γερμανοί να έρθουν στον Χορτιάτη μου είπε. Και ήρθαν με τα GMC τότε, με τα στρατιωτικά τα αυτοκίνητα των Γερμανών. Και επειδή σας είπαν λέω ότι θέλετε κάντε, εσείς όποιον βρίσκατε σκοτώνατε; Αυτή ήταν η διαταγή που είχαμε μου είπε.