Armagideon Time - The Clash - London 1979

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Σε αναζήτηση του ρεαλισμού, αλλά όχι της πραγματικότητας...



Ο ήρωας του Animal Crossing, του παιχνιδιού που αναπτύχθηκε από τη Nintendo το 2001 και κυκλοφόρησε σε είκοσι πέντε εκατομμύρια αντίτυπα, ζει σε ένα πολύχρωμο χωριό, όπου ο καταναλωτισμός αποκτά μια όψη γεμάτη παιδιάστικη στρογγυλάδα. Για να ξεπληρώσει το στεγαστικό δάνειό του, μαζεύει μήλα και τα μεταπουλάει σε ένα ρακούν παντοπώλη, παγιδεύει έντομα και τα προσφέρει στο τοπικό μουσείο, ενώ οι γείτονες του στέλνουν δώρα. Από την άλλη, το σύμπαν των Sims (της Electronic Arts, 2000, εκατόν εβδομήντα εκατομμύρια αντίτυπα) δεν είναι τόσο βουκολικό : σε έναν αμερικανικό οικισμό των προαστίων, οι προσομοιώσεις ατόμων που κατευθύνει ο παίκτης είναι μαριονέτες που ζωντανεύουν για να ικανοποιήσουν απαιτήσεις της ύπαρξης όπως η πείνα, η υγιεινή, η κοινωνική ζωή· πληρώνονται με ρούχα Diesel, έπιπλα Ikea ή αυτοκίνητα Renault. Πρόκειται για δύο αναπαραστάσεις της καθημερινής ζωής που φέρνουν στο φως διαμετρικά αντίθετες σχέσεις με τον κόσμο : ενώ η ιαπωνική αισθητική ευνοεί το στυλιζάρισμα και το φανταστικό στοιχείο, το δυτικό παιχνίδι, που πλέον δεσπόζει στην αγορά, επιζητά διαρκώς τον ρεαλισμό.
Όταν μιλάμε για ρεαλισμό στα βιντεοπαιχνίδια, εννοούμε καταρχάς την προσομοίωση : τη διαδικασία εκείνη που συνίσταται στη δημιουργία του μοντέλου μιας πραγματικότητας μέσω ενός συστήματος κανόνων. Έτσι, τοEuropa Universalis IV, ο τελευταίος τίτλος του σουηδικού στούντιο Paradox, ειδικευμένου στα ιστορικά στρατηγικά παιχνίδια, τοποθετεί τον παίκτη επικεφαλής ενός έθνους, στο οποίο προσπαθεί να φέρει την ευημερία κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολουθούν την Αναγέννηση. Ο βασικός αρχιτέκτονάς του, Γιόχαν Άντερσον, συνοψίζει τη διαδικασία ορισμού κανόνων : « Παίρνουμε υπ’ όψη μας τις ιστορικές επιλογές [πολιτικές, θρησκευτικές, οικονομικές] με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες οι χώρες και προσπαθούμε να τις μεταφράσουμε στη λογική των παιχνιδιών, ώστε ο παίκτης να μπορέσει να βιώσει την εμπειρία ».
Χάρη στην αύξηση της υπολογιστικής ισχύος και στην όλο και πιο επίπονη προπαρασκευαστική δουλειά, οι προσομοιώσεις προσφέρουν μια εξαιρετικά πιστή στην πραγματικότητα εμπειρία. Ο Αμερικανός Νταν Γκρίναβαλτ, παραγωγός της αυτοκινητιστικής προσομοίωσης Forza Motorsport 5 στην εταιρεία Turn 10, ισχυρίζεται ότι η προσέγγιση είναι σχεδόν επιστημονική : « Όταν πρόκειται να κάνουμε έρευνα, δεν σταματάμε μπροστά σε κανένα έξοδο », διαβεβαιώνει. « Κάνουμε ό,τι είναι δυνατό ώστε να παραμείνουμε στην πρώτη γραμμή της επιστήμης όσον αφορά τη δυναμική των οχημάτων ». Στηριγμένοι σε μεθόδους όπως η δημιουργία μοντέλων με λέιζερ, ο κ. Γκρίναβαλτ ισχυρίζεται ότι αντιγράφουν τα σιρκουί με τέτοια ακρίβεια ώστε μπορούμε να διακρίνουμε « και την ελάχιστη ανωμαλία της πίστας, μέχρι και τα αγριόχορτα στην άκρη της ». Ίδια προσοχή στη λεπτομέρεια και εκ μέρους του κ. Τόμας Φρέι, καλλιτεχνικού διευθυντή του στούντιο Giants της Ζυρίχης, για το Farming Simulator, το οποίο, με τέσσερα εκατομμύρια σε πωλήσεις, θέτει τον παίκτη επικεφαλής μιας αγροτικής εκμετάλλευσης και των τρακτέρ της : « Εργαζόμαστε από κοινού με πολλούς επαγγελματίες, κατασκευαστές αγροτικών μηχανημάτων, καλλιεργητές και εμπειρογνώμονες ». Ο κ. Άντερσον εκτιμά ωστόσο ότι πρέπει να αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς της προσομοίωσης, ιδίως επειδή οφείλουμε να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας το απρόβλεπτο της ανθρώπινης συμπεριφοράς : « Η πραγματικότητα είναι υπερβολικά περίπλοκη ώστε να μπορεί να αναπαραχθεί, ιδίως όταν επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε μια ευχάριστη εμπειρία ».
Σε πείσμα αυτού του ορίου, τα βιντεοπαιχνίδια προσφέρουν τη δυνατότητα να βιώνεις τους τόπους και τις δυνάμεις που λειτουργούν σε αυτούς. « Αναπαριστούν τέλεια τον χώρο, ίσως καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο μέσο [1] », επιχαίρει ο Νταν Χάουζερ, αντιπρόεδρος της Rockstar Games. ΤοGrand Theft Auto V, η τελευταία παραγωγή του νεοϋορκέζικου στούντιο, βάζει τον παίκτη να περιφέρεται στο Λος Σάντος, μια μικρογραφία του Λος Άντζελες, από τις εξαθλιωμένες γειτονιές έως τις πολυτελείς βίλες του, από τις παραλίες έως τις βιομηχανικές ζώνες του, από τα κέντρα μπόουλινγκ έως τα γήπεδα γκολφ. Βεβαίως, κάποιος μπορεί να επικρίνει το παιχνίδι για την υπερβολική βία του και την τάση να εξευτελίζει τόσο τους Ρεπουμπλικάνους όσο και τους συνδικαλιστές, αυτό όμως δεν αναιρεί την ικανότητά του να μας μεταφέρει σε έναν άλλο τόπο. Η κυκλοφορία στους δρόμους του Λος Σάντος αποτελεί τόσο εικονικό τουρισμό όσο και κοινωνιολογικό περίπατο και επιτρέπει να συλλάβουμε την ατμόσφαιρα της πόλης, όπως και τις εντάσεις που της δίνουν τη ζωντάνια της.
Τα βιντεοπαιχνίδια έχουν στη διάθεσή τους όλο και πιο πληθωρικά εργαλεία, ώστε να μεταγράφουν την πραγματικότητα. Καθώς όμως ο κλάδος απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό και τα οικονομικά συμφέροντα διογκώνονται, τείνει πλέον να ακολουθεί το χολιγουντιανό μοντέλο, κολακεύοντας τις φαντασιώσεις του κοινού. Ένα παιχνίδι σκοποβολής όπως το Call of Duty : Ghosts (της Activision) εγείρει απαιτήσεις « φωτορεαλισμού » : παρουσιάζει εικόνες που θα πιστεύαμε ότι βγήκαν από ταινία.
Αυτή η προσέγγιση πρέπει να διαφοροποιηθεί από τον ρεαλισμό με την αυστηρή έννοια. Δεν έχει να κάνει με την πιστή αναπαράσταση όσων συμβαίνουν στο πεδίο της μάχης : ποιες θα ήταν άραγε οι εμπορικές προοπτικές ενός παιχνιδιού που θα επέτρεπε στον παίκτη να ενσαρκώσει έναν φαντάρο που παλεύει με την καθημερινή φρίκη του πολέμου ; Η φυσική προσομοίωση και η δύναμη των γραφικών εδώ τίθενται στην υπηρεσία ενός θεάματος που αρκείται στην αληθοφάνεια. Τα ειδικά εφέ επιτρέπουν στους προγραμματιστές να επινοούν θεαματικές σκηνές : προκειμένου ο παίκτης να μείνει καθηλωμένος στο χειριστήριό του, ο κατακλυσμός εκρήξεων πρέπει να μοιάζει αληθινός· η « εκούσια αναστολή της δυσπιστίας » (για να επαναλάβουμε τον ορισμό του ποιητή Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ για το θέατρο), η ικανότητα του θεατή να πιστεύει εκείνο που του προσφέρουν να δει, δεν πρέπει να διαταραχθεί.
Εξάλλου, δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα που το παιχνίδι επιζητά να αναπαραγάγει, αλλά μια δεύτερη πραγματικότητα, φιλτραρισμένη μέσα από το πρίσμα των μέσων επικοινωνίας, ιδίως του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Έτσι, οι αθλητικές προσομοιώσεις όπως το FIFA της Electronic Arts ή το NBA2K της Take-Two Interactive δεν αναπαριστούν το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ όπως παίζονται στο γήπεδο, αλλά μάλλον όπως αναμεταδίδονται, με τις επαναλήψεις σε αργή κίνηση, τις διαφορετικές κάμερες, τις ένθετες λήψεις και τον σχολιασμό των παρουσιαστών.
Αν αυτές οι αναπαραστάσεις συναντούν τέτοια επιτυχία, είναι επειδή προσφέρουν τη δυνατότητα να υπερβούμε την ιδιότητα του θεατή και να παίξουμε τον πρώτο ρόλο. Ακόμη και ένας υπερασπιστής του ρεαλισμού όπως ο κ. Γκρίναβαλτ, το ομολογεί με μισόλογα : θέλει να δημιουργήσει ένα « παιδικό σκάμμα με άμμο », ένα γήπεδο αναψυχής όπου ο καθένας έχει τη δυνατότητα να βιώσει τις φαντασιώσεις του· να καθίσει στο τιμόνι του επώνυμου αυτοκινήτου που ονειρεύεται, για να αντιμετωπίσει « καταστάσεις που στον πραγματικό κόσμο θα ήταν υπερβολικά επικίνδυνες και οικονομικά μη βιώσιμες ή αξιόπιστες ». Με άλλα λόγια, οι μηχανικοί της Turn 10 προτείνουν έναν τελειοποιημένο κινητήρα ώστε να παίζουμε καλύτερα με τα μικρά αυτοκίνητα, « σαν μην αποτελούν πρόβλημα τα χρήματα ». Αν δεν έχετε τα μέσα να αποκτήσετε καινούργιο αυτοκίνητο, πάντα σας απομένει η καταφυγή στον μαγικό κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών, εκεί όπου η γιορτή δεν τελειώνει ποτέ.
Απέναντι στην οθόνη του, ο παίκτης έχει την ευκαιρία να ενσαρκώσει πλήθος ρόλων, να ζωστεί κάθε είδους εξάρτυση. Υπάρχει κάτι για όλα τα γούστα, ακόμη και τα πιο ασυνήθιστα. Σας αρέσουν οι σιδηρόδρομοι ; Ιδού το Train Simulator 2014. Ονειρευόσασταν πάντα να γίνετε φορτηγατζής ; ΤοEurotruck Simulator 2 έχει φτιαχτεί για εσάς, με μια συλλογή από φορτηγά τριάντα τόνων και τα δαιδαλώδη χιλιόμετρα των αυτοκινητοδρόμων μεταξύ Γκντανσκ και Ντίσελντορφ. Χτυπάει μέσα σας η καρδιά ενός αγρότη ; Είστε το προνομιακό κοινό του Farming Simulator. Καθένα από αυτά τα παιχνίδια επιχειρεί να βρει τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ προσομοίωσης και διασκέδασης : « Μια ρεαλιστική προσομοίωση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να γίνει επαναληπτική και ανιαρή. Τον περισσότερο χρόνο είμαστε υποχρεωμένοι να απλουστεύουμε, ώστε το παιχνίδι να έχει όσο το δυνατό περισσότερη αμεσότητα και “fun” », δηλώνει ο κ. Τόμας Φρέι. Το « fun », το « κεφάτο » του πράγματος, απώτατος στόχος του βιντεοπαιχνιδιού, αποτελεί συνεπώς έναν σοβαρό περιορισμό όσον αφορά το τι μπορεί να αναπαρασταθεί.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να θεωρήσουμε τον ρεαλισμό ένα απλό δόλωμα. Αν και δεν πλημμυρίζουμε από ενθουσιασμό μπροστά στο πρόσφατο κύμα των « σοβαρών παιχνιδιών » –συχνά δημιουργημένων κατά παραγγελία και τα οποία επιζητούν να επαναφέρουν τα βιντεοπαιχνίδια σε επαφή με το πραγματικό μέσω της χρησιμότητάς τους ως εργαλείου μάθησης ή ευαισθητοποίησης– δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως ορισμένα παιχνίδια επικαιρότητας (news games) επιτρέπουν τον προβληματισμό πάνω σε καταστάσεις με τον κατάλληλο τρόπο. Έτσι, το September 12th του Γκοζάλο Φράσκα καταδεικνύει τις καταστροφικές επιπτώσεις των επονομαζόμενων « χειρουργικών χτυπημάτων », ζητώντας από τους παίκτες να σφαγιάζουν τρομοκράτες μέσα από ένα σκόπευτρο αρκετά μεγάλο ώστε να αποφεύγει τις « παράπλευρες απώλειες ». Όμως, όσο αποτελεσματική κι αν είναι, αυτή η μέθοδος μάλλον έχει να κάνει πιο πολύ με σκίτσο εφημερίδας παρά με προσομοίωση με την αυστηρή έννοια.
Το μέλλον του ρεαλισμού ίσως να βρίσκεται σε έναν νατουραλισμό του ενδόμυχου αισθήματος, που θα εναρμονίζεται με μια καθημερινότητα παρουσιασμένη χωρίς φτιασίδια. Πρόκειται για μια πρόσφατη τάση των ανεξάρτητων βιντεοπαιχνιδιών, που ολοένα και συχνότερα αναπτύσσονται γύρω από φαινομενικά κοινότοπα θέματα. Αναφερόμαστε κυρίως στα αυτοβιογραφικά παιχνίδια, όπως το Depression Quest, στο οποίο η νεαρή δημιουργός Ζωή Κουίν εξερευνά τα ίδια τα βιώματά της μέσω μιας διαδραστικής μυθοπλασίας. Επιζητά έτσι να ευαισθητοποιήσει ένα κοινό το οποίο θα είχε την τάση να στιγματίσει κοινωνικά τα καταθλιπτικά άτομα, αλλά και να απευθυνθεί στα τελευταία για να τους θυμίσει ότι δεν είναι μόνοι.
Το Papers, Please του Λούκας Πόουπ με τη σειρά του αναδεικνύει την καθημερινή πραγματικότητα μέσα σε όλη την πεζότητα και τη σκληρότητά της. Σε αυτό, ο παίκτης ενσαρκώνει έναν συνοριοφύλακα σε μια φανταστική δικτατορία : σαν σε γραμμή παραγωγής, ελέγχει τα διαβατήρια των μεταναστών πριν τους επιτρέψει την είσοδο στη χώρα, τους απελαύνει ή, αν χρειαστεί, τους συλλαμβάνει. Όπως κάνουν οι στρατιώτες στα σημεία ελέγχου της Γάζας ή οι Γάλλοι τελωνειακοί στο Σανγκάτ ή το Ρουασί. Πολλαπλασιάζοντας σταδιακά τους κανόνες, το Papers, Please καταφέρνει να διατηρεί το ενδιαφέρον του παιχνιδιού, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα μέχρις ποίου σημείου η ρουτίνα μπορεί να σε κάνει αναίσθητο : πιεσμένος από τον χρόνο, ο παίκτης αποκτηνώνεται και αποκτηνώνει και τους μετανάστες.

Απαιτητικοί δανειστές κι ένα χρεοκοπημένο κράτος

Κωνσταντινούπολη, 19ος αιώνας. Επιστολικό δελτάριο
Το 1850 το οθωμανικό κράτος είχε βρεθεί στα πρόθυρα της διάλυσης, αφού τις εθνικές επαναστάσεις και τους πολέμους με τις Μεγάλες Δυνάμεις είχε συνοδεύσει η οικονομική καθίζηση. Το φεουδαρχικό οικονομικό σύστημα που επικρατούσε επί αιώνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια, ενώ ο καπιταλισμός δεν είχε κάνει παρά μόνο κάποια δειλά βήματα με μια αστική τάξη που τότε μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται. Ταυτόχρονα, η Βιομηχανική Επανάσταση που λάμβανε χώρα κυρίως σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και η συνεπακόλουθη έκρηξη του διεθνούς εμπορίου επέτειναν την ανάγκη για μεγάλες αλλαγές.
Κωνσταντινούπολη, 19ος αιώνας. Επιστολικό δελτάριο
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗ, 19ΟΣ ΑΙΏΝΑΣ. ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΌ ΔΕΛΤΆΡΙΟ
Οι οθωμανικές αρχές προσπάθησαν να επιβάλουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις (γνωστές ως Τανζιμάτ, από το 1839 έως το 1876), με σκοπό τον εκμοντερνισμό της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας σε καπιταλιστική βάση.[1]Εντούτοις, το οθωμανικό κράτος, προκειμένου να περάσει στις μεταρρυθμίσεις έπρεπε να λύσει άμεσα μια σειρά σημαντικών προβλημάτων, με πιο καίριο αυτό της χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, η μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών εξόδων λόγω των πολέμων, η μείωση της συνολικής φορολογητέας ύλης λόγω των ανεξαρτητοποιήσεων/αυτονομήσεων χωρών, αλλά και το απαρχαιωμένο σύστημα συλλογής φόρων, δημιουργούσαν μεγάλα ελλείμματα στους ετήσιους προϋπολογισμούς.
Επί δεκαετίες η ανάγκη του οθωμανικού κράτους για χρηματοδότηση καλύπτονταν από τους «τραπεζίτες του Γαλατά», κυρίως Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους επιχειρηματίες, οι οποίοι δάνειζαν στην Υψηλή Πύλη υψηλότοκα βραχυχρόνια δάνεια.[2] Η επιλογή υπέρ του εσωτερικού δανεισμού σε σχέση με τον εξωτερικό δεν είχε ως βάση τα οικονομικά κριτήρια, αλλά την –ορθή– άποψη της οθωμανικής διοίκησης πως ο διεθνής δανεισμός (ακόμα και από ιδιώτες) μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικό έλεγχο της χώρας από τους δανειστές. Ωστόσο, το 1854, ο Κριμαϊκός Πόλεμος με τη Ρωσία συνδυάστηκε με μια μεγάλη κρίση ρευστότητας και χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα να απαιτηθούν νέα κεφάλαια τα οποία μπορούσαν να εξασφαλιστούν μόνο με εξωτερικό δανεισμό. Τα πρώτα δύο δάνεια (1854 και 1855) ήρθαν με ευνοϊκούς, για την εποχή, όρους (ειδικά το δεύτερο), και με τη στήριξη της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, συμμάχων των Οθωμανών στον πόλεμο. Βέβαια, παρά τους καλούς όρους όσον αφορά τα επιτόκια και στην προμήθεια, υπήρχαν υψηλές υποθήκες που δέσμευαν τον φόρο υποτελείας της Αιγύπτου, καθώς και τους δασμούς των τελωνείων της Σμύρνης και της Συρίας.[3] Τα πρώτα δάνεια έφεραν δεύτερα και τα δεύτερα τρίτα, ενώ από το 1865 και μετά όλα τα νέα δάνεια (πλην ενός, του 1870) πάρθηκαν ουσιαστικά για να αποπληρωθούν τοκοχρεολύσια. Φυσικά, κάθε νέο δάνειο είχε πιο επαχθείς όρους και μεγαλύτερες υποθήκες, σε σημείο που ο διεθνής Τύπος να συγκρίνει το οθωμανικό κράτος με πτωχευμένη οικογένεια που δίνει ένα ένα όλα τα αντικείμενα αξίας του σπιτιού σε ενεχυροδανειστήρια.[4]
Η συσσώρευση δημόσιου χρέους σε μια οικονομία που αδυνατούσε να παράγει επενδύσεις και εμπορικά πλεονάσματα για να το εξυπηρετήσει, λειτούργησε με τη μορφή χιονοστιβάδας. Το 1873 η διεθνής οικονομική κρίση έκανε τον εξωτερικό δανεισμό ακόμα πιο δύσκολο για τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι όροι του δανείου του 1874 να είναι εξαιρετικά τοκογλυφικοί: λόγω χαμηλού ποσοστού έκδοσης και μεγάλης προμήθειας από το δάνειο των 40 εκατομμυρίων στερλινών, η Υψηλή Πύλη έλαβε μόλις τα 17,4.[5] Το 1875 κακές σοδειές και φυσικές καταστροφές μείωσαν τα έσοδα, οδηγώντας σε πλήρη αδυναμία κάλυψης των δαπανών του προϋπολογισμού, ιδιαίτερα όταν στο σύνολο των πραγματικών δαπανών οι Οθωμανοί έπρεπε να πληρώσουν άλλες τόσες σε τοκοχρεολύσια. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η οθωμανική διοίκηση αποφάσισε μονομερώς να «κουρέψει» το δημόσιο χρέος, υποσχόμενη να αποπληρώσει μέσα σε πέντε χρόνια το 50% του κεφαλαίου και των τόκων, ενώ για το άλλο 50% να χορηγήσει δεκαετή ομόλογα με χαμηλό επιτόκιο (5%). Ωστόσο, ένα τόσο μικρό κούρεμα δεν μπορούσε να κάνει βιώσιμο το χρέος, με συνέπεια τον Μάρτιο του 1876 οι οθωμανικές αρχές να κηρύξουν στάση πληρωμών.[6] Αρχικά οι Οθωμανοί προσπάθησαν να καθυστερήσουν τις διαπραγματεύσεις και να έρθουν σε συμφωνίες μόνο με ορισμένες ομάδες ιδιωτών δανειστών. Εντούτοις, μετά την ήττα στο Ρωσο-Τουρκικό Πόλεμο του 1878, τη ματαίωση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και τις μεγάλες πιέσεις που τους ασκήθηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης του Βερολίνου, οι Οθωμανοί προσήλθαν στις συζητήσεις και συμφώνησαν στον ορισμό μιας διεθνούς επιτροπής για τη ρύθμιση του χρέους.
Το 1881 δημιουργήθηκε το Συμβούλιο για τη Διαχείριση του Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους (ΔΟΔΧ) και ανέλαβε να φέρει εις πέρας τη Συμφωνία των Οθωμανών με τους δανειστές τους. Σύμφωνα με αυτή, το συνολικό δημόσιο χρέος (εκτός από λίγα απολύτως εγγυημένα δάνεια) ανερχόταν σε 253 εκατομμύρια λίρες Μεγάλης Βρετανίας εκ των οποίων κουρεύτηκε το 58%, με αποτέλεσμα να μείνουν 106 εκατομμύρια στερλίνες προς αποπληρωμή.[7] Το μεγάλο κούρεμα ήταν ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί η ελπίδα πως το οθωμανικό χρέος ήταν βιώσιμο. Ωστόσο, η Συμφωνία δεν περιορίστηκε στο κούρεμα, αλλά επιχείρησε να εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την εξυπηρέτηση από τις οθωμανικές αρχές του εναπομείναντος χρέους. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο για τη ΔΟΧΔ έγινε ο άμεσος διαχειριστής των εσόδων από τα μονοπώλια αλατιού και καπνού, από τους φόρους σε γραμματόσημα, αλκοόλ, ψάρι και μετάξι, από το φόρο υποτελείας της Βουλγαρίας, καθώς και τα έσοδα από την Ανατολική Ρωμυλία και την Κύπρο.[8] Η Συμφωνία, που έγινε βάση σχεδίου έλληνα Τραπεζίτη του Γαλατά,[9] είχε ως στόχο να αλλάξει το κλίμα στις τάξεις των ευρωπαίων δανειστών σχετικά με την έως πρότινος αφερεγγυότητα της Υψηλής Πύλης στην εξυπηρέτηση του χρέους. Βέβαια, το σύνολο των εσόδων που συγκέντρωνε το Συμβούλιο για τη ΔΟΔΧ ξεπερνούσε το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων του οθωμανικού προϋπολογισμού, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ σημαντικό δημοσιονομικό κενό.[10]
Στα επόμενα χρόνια η πιστοληπτική ικανότητα του Οθωμανικού κράτους βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα να παρθούν νέα δάνεια με καλύτερους όρους, τα οποία ωστόσο κατέληγαν στην αποπληρωμή προηγούμενων χρεών και συμβολαίων με ξένες εταιρείες (σιδηροδρόμων, όπλων κ.ά.). Παράλληλα, ενώ το Συμβούλιο για τη ΔΟΔΧ δημιουργήθηκε για να εκπροσωπεί τη συγκεκριμένη ομάδα (προ του 1881) δανειστών, σταδιακά μετατράπηκε σε εκπρόσωπο όλου του ξένου κεφαλαίου στη χώρα. Συγκεκριμένα, πέρα από την παρακράτηση των συμφωνημένων εσόδων, το Συμβούλιο αναλάμβανε την είσπραξη των εγγυήσεων στις συμφωνίες για άμεσες ξένες επενδύσεις (π.χ. στους σιδηρόδρομους), ενώ πίεζε για την επιβολή των όρων των ξένων επενδυτών.[11] Η αφαίμαξη όλο και περισσότερων σίγουρων εσόδων από δανειστές και επενδυτές οδήγησαν σε τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία δεν μπορούσαν να καλυφθούν παρά τη βαριά φορολόγηση, ιδιαίτερα των μη-μουσουλμανικών πληθυσμών. Η οικονομική κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Ταυτόχρονα, οι μη μουσουλμανικοί λαοί απαιτούσαν την ελευθερία τους και οι μουσουλμάνοι θεσμικές αλλαγές, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις εποφθαλμιούσαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της παραπαίουσας Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κλείσει την ιστορική της διαδρομή. Εντούτοις, ο φαύλος κύκλος του συνεχώς αυξανόμενου δημόσιου δανεισμού και της συνεχούς επιβολής όλο και πιο δυσβάσταχτων όρων από τους δανειστές της, επέτειναν την ήδη άσχημη κατάσταση και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο τέλος της.

[1] Για μια καλή ανάλυση των μεταρρυθμίσεων και των κοινωνικών τους συνεπειών βλ. H. Inalcik, «Application of the Tanzimat and its Social Effects» (δημοσιευμένο για πρώτη φορά στοArchivum Ottomanicum, τ. 1973, σ. 97-128), Κεφάλαιο XVI (σ. 3-33), στον συλλεκτικό τόμο H. Inalcik, The Ottoman EmpireConquestOrganization and Economy, Variorum Reprints, London, 1978.
[2] S. Pamuk, «The evolution of financial institutions in the Ottoman Empire, 1600-1914», Financial History Review, τ. 11, 1, Απρίλιος 2004, σ. 21-24.
[3] S. Ozekicioglu and H. Ozekicioglu, «First borrowing period at Ottoman Empire (1854-1876): Budget policies and consequences», Business and Economic Horizons, τ. 3, 3, Οκτώβριος 2010, σ. 33.
[4] M. Birdal, The political economy of the Ottoman public debt, Tauris Academic Studies, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2010, σ. 29.
[5] Birdal, 2010, σ. 28.
[6] Ozekicioglu and Ozekicioglu, 2010, σ. 35.
[7] Birdal, 2010, σ. 54.
[8] F.M. Gocek, Rise of the Bourgeoisie, Demise of the Empire: Ottoman Westernization and Social Change, Oxford University Press, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 1996, σ. 110.
[9] Πρόκειται για τον Γεώργιο Ζαρίφη, βλ. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού (goo.gl/GbC2Iu).
[10] S. Pamuk, 2004, σ. 27.
[11] Birdal, 2010, σ. 92.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Ουκρανία, το νέο «Ανατολικό Ζήτημα»

Crux Ordis Teutonicorum.svg



Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Την 1η Αυγούστου 1991, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους εκφώνησε από το βήμα της ουκρανικής Βουλής μια ομιλία που έμεινε στην ιστορία. Η Σοβιετική Ενωση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έπνεε τα λοίσθια και η Ουκρανία είχε αναγγείλει δημοψήφισμα με το ερώτημα της ανεξαρτησίας. Ωστόσο ο Αμερικανός ηγέτης έφερε το πολικό ψύχος στο Κίεβο, μέσα στο κατακαλόκαιρο.
«Οι Αμερικανοί δεν θα υποστηρίξουν όσους επιδιώκουν την απόσχιση για να αντικαταστήσουν έναν μακρινό τύραννο με έναν εγχώριο απολυταρχισμό. Δεν θα βοηθήσουν όσους προωθούν έναν αυτοχειριαστικό εθνικισμό», προειδοποίησε ο Μπους. Τέσσερις μήνες αργότερα, η Σοβιετική Ενωση δεν υπήρχε πλέον και η Ουκρανία γινόταν ανεξάρτητο κράτος. Ο συντηρητικός αρθρογράφος Γουίλιαμ Σαφάιρ, ο οποίος κάποτε έγραφε τους λόγους του Ρίτσαρντ Νίξον, «κόλλησε» στην γκάφα του Μπους το υποτιμητικό παρατσούκλι «Ομιλία του Κοτόπουλου του Κιέβου» – λογοπαίγνιο με μια δημοφιλή συνταγή της ρωσικής κουζίνας.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τζορτζ Μπους δεν ήταν ο μόνος που έβλεπε με καχυποψία τις αποσχιστικές διαθέσεις. Νωρίτερα, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε δηλώσει ότι «το να ανοίξουμε πρεσβεία στο Κίεβο είναι εξίσου λογικό με το να εγκαινιάσουμε πρεσβεία στο Σαν Φρανσίσκο». Με πολύ πρόσφατη την ενθάρρυνση της απόσχισης Σλοβενίας και Κροατίας από την εκ νέου ενωμένη Γερμανία, Ουάσιγκτον και Λονδίνο ανησυχούσαν σοβαρά για το ενδεχόμενο μιας αλόγιστης γερμανικής επέκτασης προς Ανατολάς, που θα ξυπνούσε τα παλιά φαντάσματα. Ιδιαίτερα στην Ουκρανία, μια χώρα που αποτελούσε για αιώνες πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η καινούργια «πυρκαγιά» που μαίνεται εδώ και τέσσερις εβδομάδες στο Κίεβο επιβεβαιώνει ότι το παρελθόν εξακολουθεί να στοιχειώνει το παρόν.
Το «κράτος των Ρως»
Γεννημένο στο Κίεβο, τον 9ο αιώνα, το «κράτος των Ρως» θεωρείται η αρχή του ρωσικού πολιτισμού. Από τις επικές μάχες του Αλέξανδρου Νιέφσκι με τους Τεύτονες Ιππότες, το 1242, μέχρι την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης, στo δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, η Ουκρανία υπήρξε πάντα πεδίο αναμετρήσεων της Ρωσίας με Γερμανούς, Σουηδούς, Πολωνούς και Λιθουανούς. Στο τεράστιο συμβολικό της βάρος, ήρθε να προστεθεί η στρατηγική της σημασία από τη στιγμή που η Σεβαστούπολη, βασικό θέατρο του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-56), έγινε ο βασικός ναύσταθμος του ρωσικού στόλου, πέρα από τις παγωμένες θάλασσες του Βορρά. Ουσιαστικά, η Ουκρανία αποκτά ξεκάθαρα σύνορα και ανεξάρτητη υπόσταση, ως ομόσπονδη δημοκρατία, μόνο με τη συγκρότηση της ΕΣΣΔ. Είναι ο Νικίτα Χρουστσόφ εκείνος που της κάνει «δώρο» τη Χερσόνησο της Κριμαίας, το 1954, προκειμένου να την εξευμενίσει για όσα είχε υποστεί επί Ιωσήφ Στάλιν.
Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1991, δεν έλυσε το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας, τον διχασμό της ανάμεσα στο ορθόδοξο ανατολικό τμήμα της, όπου οι περισσότεροι μιλούν ρωσικά, και το καθολικό δυτικό τμήμα, που βλέπει προς τη Δύση. Στη διάρκεια της «πορτοκαλί επανάστασης» του 2004, η Αμερική πίστεψε ότι ήταν σε θέση να κόψει τον γόρδιο δεσμό. Οπως αποκάλυψε τότε το Associated Press, η κυβέρνηση Μπους προσέφερε 65 εκατομμύρια δολάρια στους εκλεκτούς της, τον μετέπεια πρόεδρο Βίκτορ Γιούσενκο και τη Γιούλια Τιμοσένκο, για να υπερισχύσουν στον αγώνα εξουσίας με τον φιλορώσο Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Από το 2002, τα αμερικανικά ιδρύματα NED, Freedom House και το Ινστιτούτο Open Society του Τζορτζ Σόρος είχαν αναλάβει την «εκπαίδευση» ουκρανικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στις τεχνικές της πολιτικής ανυπακοής.
Το φιλοδυτικό μπλοκ κέρδισε τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο, όπως έδειξε η εκλογή του Γιανούκοβιτς το 2010. Η πρώτη πράξη του Γιανουκόβιτς ήταν να ανανεώσει μέχρι το 2042 τη ρωσική βάση στη Σεβαστούπολη, κάτι που συνάντησε την αποδοχή της μισής Ουκρανίας και την ανοχή της άλλης μισής. Ωστόσο, ο υπολανθάνων διχασμός εκδηλώθηκε με εκρηκτικό τρόπο τη στιγμή που ο Γιανουκόβιτς αρνήθηκε να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ε. και στράφηκε προς στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία. Το σκηνικό μιας δεύτερης «πορτοκαλί επανάστασης» είχε πλέον στηθεί, με νέους πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες.
Το νέο δίδυμο
Τη θέση του χρεοκοπημένου διδύμου Γιούσενκο - Τιμοσένκο πήρε ο νέος ανερχόμενος αστέρας της αντιπολίτευσης, ο παγκόσμιος πρωταθλητής της πυγμαχίας Βιτάλι Κλίτσκο. «Ο Κλίτσκο είναι ο άνθρωπός μας στο Κίεβο», δηλώνουν στο Der Spiegel παράγοντες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ). Οπως αποκαλύπτει το γερμανικό περιοδικό, «στα γραφεία του ΕΛΚ, στις Βρυξέλλες και στη Βουδαπέστη, εκπαιδεύονται στελέχη του κόμματος του Κλίτσκο (UDAR) στο κονοβουλευτικό έργο και τους παρέχεται βοήθεια για τη δημιουργία πανεθνικής οργανωτικής δομής. Το Ιδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας επιτελεί επίσης ενεργό ρόλο».
Αν το 2004 τον πρώτο ρόλο είχαν οι Αμερικανοί, τώρα τα ηνία έχουν αναλάβει οι Γερμανοί. Ο Γκίντο Βεστερβέλε και η Κάθριν Αστον έκαναν βόλτες αγκαλιά με τον Κλίτσκο στα οδοφράγματα του Κιέβου, χωρίς να ενοχλούνται από το γεγονός ότι στους συμμάχους του περιλαμβάνεται το εθνικιστικό, ναζιστικής προέλευσης, κόμμα «Σβόμποντα», το οποίο έχει καταγγελθεί από το κέντρο Στίβεν Ροθ για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού, που εδρεύει στο Τελ Αβίβ.
Η ωμή παρέμβαση των Βρυξελλών, όπως βέβαια και της Μόσχας, στα εσωτερικά της Ουκρανίας αποτελεί εξαιρετικά ανησυχητικό οιωνό για τη διχασμένη χώρα. Σε πρόσφατο κύριο άρθρο της, η Wall Street Journal έγραφε: «Για 20 χρόνια, η Ουκρανία ήταν μια πυριτιδαποθήκη που χλεύαζε τις προβλέψεις της CIA στις αρχές της δεκαετίας του '90, για πιθανό εμφύλιο πόλεμο. Σήμερα, όμως, το ενδεχόμενο της βίας είναι πραγματικό και θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη». Η ψυχρή λογική λέει ότι ούτε ο Πούτιν μπορεί να ελπίζει σοβαρά ότι θα αποξενώσει την Ουκρανία από το Δυτικό περιβάλλον της ούτε η Ε.Ε. ότι η Ρωσία θα δεχθεί αγόγγυστα να χάσει ολοσχερώς τον μεγάλο της γείτονα (μαζί με την Κριμαία και τη Σεβαστούπολη), χωρίς να τη διασπάσει. Ενας «ιστορικός συμβιβασμός» εμφανίζεται η μόνη ρεαλιστική λύση, αλλά και οι δύο πλευρές μοιάζουν αποφασισμένες να τραβήξουν το φθαρμένο σχοινί μέχρι το τέλος.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Δουλειά του σκοτωμού...



Μία νεαρή κοπέλα πεθαίνει μετά από 30 ώρες δουλειάς. Δούλευε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρία. Στις 21 Αυγούστου 2013 ένας 21χρονος Γερμανός φοιτητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που έκανε την πρακτική του άσκηση στην τράπεζα «Bank of America» στο Λονδίνο, βρέθηκε νεκρός μετά από 72 ώρες συνεχούς εργασίας.
Δουλειά κειμενογράφου σε διαφημιστική και πρακτική σε κεντρική τράπεζα στο Λονδίνο. Δουλειές γραφείου. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Είναι αρκετό για να μας δώσει μια ικανοποιητική εικόνα των συνθηκών εργασίας ότι αναφερόμαστε σε τέσσερεις τοίχους ενός γραφείου; Είτε αναφερόμαστε στο 2013 είτε αναφερόμαστε στο 1863 κάποια πράγματα φαίνεται να μην έχουν αλλάξει:
«Τις τελευταίες εβδομάδες του Ιούνη 1863 όλες οι εφημερίδες του Λονδίνου δημοσίευσαν μια είδηση με την “εντυπωσιακή” επικεφαλίδα: “θάνατος απλώς και μόνο από υπερβολική εργασία". Επρόκειτο για τον θάνατο της καπελούς Μαίρης-Άννας Ουέλκλυ, ηλικίας 20 χρονών, που εργαζόταν σε ένα πολύ αξιοσέβαστο κατάστημα μόδας, που το εκμεταλλευόταν μια κυρία με το χαριτωμένο όνομα Ελίζα, προμηθεύτρια της Αυλής. Έτσι ανακαλύφθηκε ξανά η παλιά χιλιοειπωμένη ιστορία, ότι τα κορίτσια αυτά εργάζονται κατά μέσο όρο 16,5 ώρες, και στην περίοδο της σαιζόν συχνά 30 ώρες συνεχώς. Για να τονώσουν την εργατική τους δύναμη που τα εγκαταλείπει, τα δίνουν που και που κρασί σέρρυ, πορτό ή καφέ. Και ήταν ίσα-ίσα η σαιζόν στο φόρτε της. Έπρεπε στο άψε-σβήσε να ετοιμαστούν ως δια μαγείας οι λαμπρές τουαλέτες που θα φορούσαν οι ευγενείς κυρίες στο χορό που δινόταν προς τιμήν της νεοφερμένης από το εξωτερικό πριγκίπισσας της Ουαλίας. Η Μαίρη-Άννα Ουέλκλυ εργάστηκε 26,5 ώρες χωρίς διακοπή μαζί με άλλα 60 κορίτσια, από 30 σε κάθε δωμάτιο που είναι ζήτημα αν χωρούσε το 1/3 των απαραίτητων κυβικών σε αέρα, ενώ τη νύχτα κοιμούνταν δυο-δυο σένα κρεβάτι σε μια από τις πιο βρωμερές τρώγλες όπου σκαρώνουν υπνοδωμάτια χωρισμένα με σανίδια …
Η δουλειά μέχρι θανάτου βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη όχι μόνο στα ατελιέ των καπελούδων, μα σε χιλιάδες μέρη, πιο σωστά παντού όπου οι δουλειές πάνε καλά» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, μτφ. Π. Μαυρομάτη, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2009, σ.266-267)
Ξανά λοιπόν μιλάμε για την εργάσιμη ημέρα. Μία μέρα με παράξενες «ιδιότητες». Μία μέρα που μπορεί να διαστέλλεται και να συστέλλεται αφού αποτελεί προϊόν σύγκρουσης:
«Η δημιουργία μιας κανονικής εργάσιμης ημέρας είναι το προϊόν ενός μακρόχρονου περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στην τάξη των κεφαλαιοκρατών και στην εργατική τάξη» (ό.π., σ.313)
Θα μπορούσαμε σήμερα να διανοηθούμε μια συγκέντρωση που να διεκδικεί να περιοριστεί η εργασία στις 18 ώρες την ημέρα[1]; Το ξαναγράφουμε γιατί δεν είναι λάθος: να μειωθούν στις 18 ώρες την ημέρα. Συνεχίζει να φαίνεται αδιανόητο αλλά χρειάστηκαν αγώνες για να περιοριστεί η εργάσιμη ημέρα στις 18 ώρες. Γιατί κανένα ερώτημα δεν είναι αυτονόητο:
«Τι είναι μία εργάσιμη ημέρα; Πόσος είναι ο χρόνος που στη διάρκεια του το κεφάλαιο επιτρέπεται να καταναλώνει την εργατική δύναμη της οποίας πληρώνει την ημερήσια αξία της; Πόσο μπορεί να παραταθεί η εργάσιμη ημέρα πέρα από τον χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης;
Σ΄ αυτά τα ερωτήματα, όπως είδαμε, το κεφάλαιο απαντάει: η εργάσιμη ημέρα αριθμεί καθημερινά 24 ολόκληρες ώρες, εκτός από λίγες ώρες ανάπαυσης. Το κεφάλαιο όμως, με το απεριόριστα τυφλό πάθος του και με την πείνα δράκου για υπερεργασία, σπάει όχι μόνο τα ηθικά, μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη , την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος. Ληστεύει το χρόνο που είναι απαραίτητος για την κατανάλωση καθαρού αέρα και ηλιακού φωτός». (ό.π., σ.277)
Στη λογική του κεφαλαίου και στους μηχανισμούς συσσώρευσης του δεν υπάρχει τίποτα το αυτονόητο. Δεν ήταν αυτονόητο ότι παιδιά κάθε ηλικίας δεν μπορούν να δουλεύουν δέκα (10) ώρες την ημέρα[2]. Οι εκθέσεις της βρετανικής επιτροπής για την παιδική εργασία έφερναν στην επιφάνεια μια πραγματικότητα όπου παιδιά επτά (7) χρονών δούλευαν κανονικά 15 ώρες βάρδια, παιδιά που έχουν εργαστεί 36 ώρες συνέχεια και παιδιά που εργάζονται ως τις δύο το βράδυ, κοιμούνται μόνο τρεις ώρες μέσα στο εργοστάσιο για να ξεκινήσουν δουλειά ξανά στις πέντε το πρωί. Ενώ ακόμα και η νομοθετική κατάκτηση του 12ωρου εμφανιζόταν σαν υποχώρηση μπροστά στις δυνάμεις της συντήρησης[3].
Οι δουλειές λοιπόν πάνε καλά. Το βαρέλι δεν έχει πάτο. Για να αποκτήσει κάποιος πρέπει να τον βάλει. Δεν έχει σημασία το 1863 ή το 2013. Σημασία έχει η οργάνωση των δικών μας αντιστάσεων. Των συγκρούσεων που έχουμε να δώσουμε εδώ, σήμερα. Συγκρούσεις, όμως , που χρειάζονται συλλογικά υποκείμενα με υπομονή και επιμονή. Σύγκρουση με την γενικευμένη ευκολία που μας περιβάλει. Δύσκολη υπόθεση και σίγουρα δεν περιμένουμε τίποτα από τους στρατηγούς του νομίσματος και της εθνικής ενότητας.
[1] «Τι γνώμη μπορεί να έχει κανείς για μια πόλη που κάνει δημόσια συγκέντρωση για να ζητήσει να περιοριστούν σε 18 ώρες την ημέρα οι ώρες εργασίας για τους άνδρες! Βγάζουμε λόγους ενάντια στους ιδιοκτήτες φυτειών της Βιργινίας και της Καρολίνας. Μήπως όμως τα δουλοπάζαρα τους για τους μαύρους, μ’ όλες τις φρίκες του βούρδουλα και με το εμπόριο της ανθρώπινης σάρκας, είναι πιο απαίσια απ’ αυτή τη σιγανή σφαγή ανθρώπων που συντελείται για να παράγονται βέλα και γιακάδες προς όφελος των κεφαλαιοκρατών;
London Daily Telegraph 17 Γενάρη 1860» (ό.π. σ. 255-256)
[2] «Μια κατηγορία εργοστασιαρχών εξασφάλισε αυτή τη φορά, όπως και προηγούμενα, για τον εαυτό της κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στα παιδιά των προλετάριων. Πρόκειται για τους εργοστασιάρχες μεταξουργείων. Το 1833 είχαν ουρλιάξει απειλητικά πως "θα τους κλείσουν τα εργοστάσια αν τους στερήσουν την ελευθερία να βάζουν κάθε μέρα να δουλεύουν βαριά 10 ολόκληρες ώρες παιδιά κάθε ηλικίας» (ό.π., σ.306)
[3] «Μήπως είχε άδικο ο δρ. Άντριου Γιούρ όταν κατηγορούσε το νόμο του 1833 για το 12ωρο σαν ένα βήμα πίσω στην εποχή του σκοταδιού;» (ό.π., σ.286) 

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

3 Δεκεμβρίου 1944...



''Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που έβλεπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη στήριξη του νεαρού τότε κράτους είχανε έναν εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας''  
Μ.Χατζιδάκις.

Για να μην ξεχάσουμε...