Armagideon Time - The Clash - London 1979

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Να εθνικοποιήσουμε το facebook...

facebook monopoly
Οι καταγγελίες για πολιτικές παρεμβάσεις του facebook στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές έφεραν στην επιφάνεια ένα πολύ σημαντικότερο ζήτημα: τη δημιουργία ενός μονοπωλίου ενημέρωσης που θα έκανε και τον Πολίτη Κέιν να θυμίζει τον περιπτερά της γειτονιάς.
Εμιλι Κέιν: Μα τι θα σκεφτούν οι άνθρωποι;
Τσαρλς Κέιν: Ο,τι τους πω εγώ να σκεφτούν
Από την ταινία «Πολίτης Κέιν»
Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο άνθρωπος πίσω από τον γίγαντα του facebook, άκουγε προσεκτικά τους συνομιλητές του, που είχαν έρθει με άγριες διαθέσεις στη συνάντηση. Απέναντί του στέκονταν ορισμένα από τα πλέον προβεβλημένα στελέχη των Ρεπουμπλικανών και γνωστοί δημοσιογράφοι της αμερικανικής Δεξιάς.
Η εναντίον του κατηγορία, η οποία ξεκίνησε από μια ανώνυμη καταγγελία ενός πρώην συνεργάτη του facebook, έλεγε ότι υπάλληλοι της εταιρείας παρεμβαίνουν στη ροή ειδήσεων σε βάρος συντηρητικών πολιτικών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Ζάκερμπεργκ κατάφερε να πείσει τους περισσότερους από τους συνομιλητές του ότι πρόκειται για ακόμη μια θεωρία συνωμοσίας.
Και πιθανότατα είχε δίκιο. Ο θόρυβος θύμιζε ιδιαίτερα τις νεομακαρθικές ιστορίες που υποστηρίζουν ότι το Χόλιγουντ έχει καταληφθεί και πάλι από αριστερούς (στην Ελλάδα η αντίστοιχη θεωρία της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς προσπαθεί να μας πείσει για την κυριαρχία της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση).
Ενώ όμως οι περισσότεροι πείστηκαν ότι το facebook δεν έχει μετατραπεί σε ένα εργαλείο για την προώθηση της αμερικανικής Αριστεράς, πολύ περισσότεροι έμειναν με την απορία τι θα συνέβαινε αν πραγματικά η αυτοκρατορία του Ζάκερμπεργκ αποφάσιζε να παρέμβει στη ροή ειδήσεων προωθώντας συγκεκριμένα κείμενα και «θάβοντας» κάποια άλλα.
Οπως τελικά αποκαλύφθηκε, η επιλογή των κειμένων δεν γίνεται απολύτως αυτοματοποιημένα βάσει κάποιου αλγόριθμου (όπως άφηνε να εννοηθεί η εταιρεία), αλλά με την παρέμβαση δημοσιογράφων.
«Το πραγματικό πρόβλημα -εξηγούσε προ ημερών ο Ρόμπερτ Μακ Τσέσνεϊ, καθηγητής Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις- είναι η μονοπωλιακή δύναμη που απέκτησαν εταιρείες όπως η Facebook, η Google και η Amazon».
«Κάθε τους κίνηση -συνέχιζε ο Αμερικανός καθηγητής- επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας… Και αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με κάθε έννοια ελευθερίας του Τύπου».
Οπως σωστά παρατήρησαν αρκετοί ακόμη σχολιαστές, ακόμη και αν οι άνθρωποι που καθορίζουν τη ροή ειδήσεων έχουν τις καλύτερες προθέσεις, είναι πολύ πιθανότερο να επηρεαστούν από ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες που θα τους προσεγγίσουν.
«Κανένα στέλεχος της facebook δεν θα συναντηθεί με έναν άστεγο για να ακούσει τις απόψεις του» εξηγούσε ο Ρόμπερτ ΜακΤσέσνεϊ –και η συνάντηση του Μαρκ Ζάκερμπεργκ με τους επιφανείς Ρεπουμπλικανούς επιβεβαιώνει τη θέση του.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ταξική κυριαρχία στο Ιντερνετ μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς την καθημερινή παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα.
Οι προτάσεις που προωθούνται σε ΗΠΑ και Ευρώπη ώστε οι πάροχοι του Ιντερνετ να προσφέρουν μεγαλύτερες ταχύτητες μετάδοσης δεδομένων σε όσες εταιρείες πληρώνουν περισσότερα, σημαίνει ότι θα υπάρχουν πληροφορίες δύο ταχυτήτων στο διαδίκτυο: π.χ. ένα κείμενο του CNN θα είναι ευκολότερα προσβάσιμο από ένα άρθρο της «Εφ.Συν.» και συνεπώς θα παρουσιάζεται ψηλότερα σε μηχανές αναζήτησης όπως η Google.
Παρά το γεγονός όμως ότι ο ολιγοπωλιακός έλεγχος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των μηχανών αναζήτησης τείνει να δημιουργήσει τον «Πολίτη Κέιν» του 21ου αιώνα, ελάχιστοι συζητούν σοβαρά για το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή.
Η προφανής πρόταση, η οποία θα κάνει τους νεοφιλελεύθερους όλου του κόσμου να μαζέψουν τα φύλλα της εφημερίδας που διαβάζετε και να τα κάψουν στην πλησιέστερη πλατεία, θα ήταν να εθνικοποιήσουμε το facebook.
«Οταν έχεις μια εταιρεία τόσο μεγάλη που δεν μπορείς να της επιτρέπεις να υπάρχει αλλά δεν μπορείς να τη σπάσεις σε μικρότερες -εξηγούσε και πάλι ο Ρόμπερτ ΜακΤσέσνεϊ- πρέπει να τη βγάλεις από την αγορά».
Δεδομένου ότι κανείς δεν θέλει να υπάρχουν δέκα διαφορετικά facebook, όπως δεν θέλει να έχει και δέκα εταιρείες ύδρευσης (που θα περνάνε παράλληλους σωλήνες στην πόλη), οδηγούμαστε αναγκαστικά στη δημιουργία ενός μονοπωλίου. Και τα μονοπώλια είναι πάντα καλύτερο να βρίσκονται όσο πιο κοντά γίνεται στον έλεγχο των πολιτών με δημοκρατικές διαδικασίες παρά να ανήκουν σε μια μικρή ομάδα επιχειρηματιών και CEO πολυεθνικών.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Τζεφ Σπρος εξηγούσε από τις σελίδες του «The Week» ότι αυτό που σήμερα ακούγεται αδιανόητο (η εθνικοποίηση του facebook) είναι η προφανής λύση που δίνουν κάθε φορά οι ΗΠΑ όταν απειλούνται με τη δημιουργία μονοπωλίων.
«Εάν το κόστος για την είσοδο σε μια αγορά είναι τεράστιο αλλά το κόστος λειτουργίας μέσα σ’ αυτήν είναι μηδαμινό, δημιουργούνται εμπόδια στον ανταγωνισμό». «Σε αυτές τις περιπτώσεις, των λεγόμενων φυσικών μονοπωλίων -συνέχιζε ο Σπρος- είναι σύνηθες o έλεγχος των επιχειρήσεων να βρίσκεται στο αμερικανικό κράτος, τις πολιτείες ή τους δήμους».
Η διαφορά με το facebook είναι ότι, ενώ δεν στηρίχτηκε σε ακριβές υποδομές (όπως συνέβη με τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, ύδρευσης κ.λπ.), κατάφερε να αποκτήσει μονοπωλιακά χαρακτηριστικά.
Είναι ενδεικτικό ότι σε τριτοκοσμικές χώρες ορισμένοι πάροχοι προσφέρουν πρόσβαση μόνο στο facebook και σε καμία άλλη υπηρεσία του Ιντερνετ. Το επόμενο ερώτημα βέβαια είναι ποια χώρα θα εθνικοποιήσει το facebook. Και δυστυχώς η προφανής (όσο και θεωρητική επί του παρόντος) απάντηση είναι οι ΗΠΑ.
Φυσικά όλα τα παραπάνω είναι απλώς νοητικές ασκήσεις επί χάρτου για λαούς της Ευρώπης που ψηφίζουν «αριστερές» κυβερνήσεις οι οποίες τολμούν να ιδιωτικοποιήσουν ακόμη και το φυσικό μονοπώλιο των δικτύων ύδρευσης.   

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Ο πόλεμος των φορολογικών παραδείσων...

Αποτέλεσμα εικόνας για φορολογικών παραδείσων

Οι αποκαλύψεις των Panama Papers προσφέρουν κάτι περισσότερο από αποδείξεις για διαφθορά πολιτικών και επιχειρηματιών. Είναι ο καθρέφτης της νέας αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Οταν ρώτησαν τον Mossack (της Mossack Fonseca) πού έχει τα χρήματά του, απάντησε στο Ντέλαγουερ των ΗΠΑ  -Τζέιμς Χένρι, οικονομολόγος-
Στο Αμπλσάιντ, μια περιοχή ξεχασμένη και από τον θεό στη βορειοδυτική Αγγλία, υπάρχει ένα πέτρινο σπιτάκι χτισμένο πάνω (και όχι μέσα) από το ρέμα που διατρέχει την κωμόπολη. Οι κάτοικοι δηλώνουν με υπερηφάνεια ότι εδώ βρισκόταν το πρώτο apple store (λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κατάστημα μήλων», που σήμερα χρησιμοποιείται για τα υποκαταστήματα της Apple) αλλά και ένας από τους παλαιότερους φορολογικούς παραδείσους της Ευρώπης. Για την ακρίβεια το κατάστημα χτίστηκε πάνω από το ποτάμι προκειμένου οι ιδιοκτήτες του να μη χρειάζεται να πληρώνουν έγγειο φόρο.
Οι φορολογικοί παράδεισοι, βέβαια, θεωρούνται από αρκετούς ερευνητές τόσο παλιοί όσο και η ίδια η έννοια της φορολογίας. Η λεγόμενη βιομηχανία των οffshore, όμως, άρχισε να παίρνει τη σημερινή μορφή της μετά το 1815 και το συνέδριο της Βιέννης, όταν οι υπερδυνάμεις της εποχής καθόρισαν τη νέα αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος και επιβεβαίωσαν τη διαρκή «ουδετερότητα» της Ελβετίας – επιτρέποντάς της να μετατραπεί σε τραπεζικό κέντρο.
Εκτοτε οι φορολογικοί παράδεισοι, αν και αντιμετωπίζονται σαν αυτόνομα κέντρα φορολογικής ανομίας, ακολουθούν και υπηρετούν τις εκάστοτε ισορροπίες δυνάμεων μεταξύ των οικονομικών υπερδυνάμεων του πλανήτη. Η παλαιά διάκριση π.χ. ανάμεσα στους φορολογικούς παραδείσους των βρετανικών αποικιών και των χωρών Benelux έδωσε αργότερα τη θέση της σε νέα γεωγραφική κατανομή που αντικατόπτριζε καλύτερα την ισχύ των νέων οικονομικών κέντρων.
Οταν λοιπόν κυκλοφόρησαν οι πρώτες πληροφορίες από τα Panama Papers, τέθηκαν αμέσως δύο εύλογα ερωτήματα: Γιατί τα πρώτα 24ωρα όλοι ασχολούνταν με τις (ατράνταχτες και πέραν πάσης αμφισβήτησης) κατηγορίες εναντίον του Πούτιν αφήνοντας στην άκρη εκατοντάδες ανάλογες υποθέσεις και γιατί απουσίαζαν προκλητικά από τις λίστες οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες και οι πολιτικοί.
Στο πρώτο ερώτημα βρήκε αρκετές απαντήσεις όταν ξέσπασε η σύγκρουση ανάμεσα στη Διεθνή Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) και τα Wikileaks. Οταν ο διευθυντής της ICIJ κατηγόρησε τα Wikileaks για «ανεύθυνη δημοσιογραφία», η ομάδα του Ασάνζ παρουσίασε τις πηγές χρηματοδότησης της σύμπραξης: το ίδρυμα Open Society του Τζορτζ Σόρος, που κατηγορείται για την αποσταθεροποίηση φιλορωσικών καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη, το Ιδρυμα Ροκφέλερ αλλά και το Ιδρυμα Φορντ, που επίσης κατηγορείται για επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης σε κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής.
Η ουσία του ζητήματος, βέβαια, όπως επισήμαναν εκπρόσωποι των Wikileaks, δεν βρίσκεται μόνο στη χρηματοδότηση αλλά στο γεγονός ότι η βάση δεδομένων των Panama Papers δεν είναι διαθέσιμη στο κοινό, όπως συμβαίνει με τις αποκαλύψεις των Wikileaks.
«Δεν θέλω να αποφασίζουν τα κυρίαρχα, ιδιωτικά ΜΜΕ ποιες πληροφορίες θα δούμε και ποιες όχι» έλεγε λίγο αργότερα ο Βρετανός πρώην διπλωμάτης Κρεγκ Μάρεϊ συμπληρώνοντας ότι αν κάποιο έγγραφο αφορά τους ιδιοκτήτες αυτών των μέσων ενημέρωσης ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα «θαφτεί» αν δεν έχουμε στη διάθεσή μας το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων.
Οι βάσιμες αυτές καταγγελίες έδωσαν, δυστυχώς, πάτημα σε αρκετούς συνωμοσιολόγους να απαντήσουν στο δεύτερο ερώτημα (γιατί υπάρχουν αναλογικά λιγότερες αμερικανικές εταιρείες στα Panama Papers) καταγγέλλοντας απόκρυψη στοιχείων. Στην πραγματικότητα, όπως εξηγούσε στο The Real News Network o οικονομολόγος και αναλυτής Τζέιμς Χένρι, «οι Αμερικανοί δεν χρειάζεται να πάνε στον Παναμά για να κρύψουν τα χρήματά τους. Μπορούν να το κάνουν στο Ντέλαγουερ ή σε πολλές ακόμη Πολιτείες όπου τα στοιχεία τους προστατεύονται».
Η συγκεκριμένη απάντηση είναι ενδεικτική της νέας αρχιτεκτονικής οικονομικής ισχύος που αντικατοπτρίζουν οι φορολογικοί παράδεισοι. Για τις ΗΠΑ ο Παναμάς είχε μετατραπεί σε ένα ανταγωνιστικό χρηματο-οικονομικό κέντρο και συνεπώς είχαν κάθε λόγο να χειροκροτήσουν μια διαρροή εγγράφων που μειώνει την αξιοπιστία του.
Μήπως όμως αυτό ακριβώς δεν συνέβη και στην Κύπρο μετά τη δήμευση καταθέσεων που αποφάσισε η Ε.Ε.; Οπως μας εξηγεί ο πρώην πρόεδρος της Κύπρου Δ. Χριστόφιας, σε συνέντευξη που μας παραχώρησε για το ντοκιμαντέρ This is not a coup, «κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την κρίση για να χτυπήσουν και το ρωσικό κεφάλαιο» που έβρισκε καταφύγιο στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου.
«Οι Γερμανοί δεν ήθελαν να υπάρχει ένα χρηματοοικονομικό κέντρο που να μην ελέγχεται» μας είπε ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Πάμπος Παπαγεωργίου, θυμίζοντάς μας επίσης ότι «πριν από την επιβολή του bail in είχε προηγηθεί μια φοβερή επικοινωνιακή επίθεση και η διαρροή έκθεσης των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών που έλεγε ότι η Κύπρος είναι τόπος ξεπλύματος βρόμικου χρήματος».
Αν και ελάχιστοι είναι αυτοί που θα αμφισβητήσουν τη συγκεκριμένη κατηγορία, εύλογα προκύπτει το ερώτημα γιατί δεν υπήρξαν ανάλογες καταγγελίες για χρηματο-οικονομικά κέντρα που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του Βερολίνου;
Αυτή όμως ήταν πάντα η «μαγεία» των συγκρούσεων ανάμεσα σε φορολογικούς παραδείσους και τις οικονομικές υπερδυνάμεις που τους ελέγχουν και τους χρησιμοποιούν. Εκτός από τις πολύτιμες ειδήσεις που μας προσφέρουν για τη σάπια ψυχή του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, καταγράφουν και τις τεκτονικές μετακινήσεις των οικονομικών κέντρων ισχύος.