Armagideon Time - The Clash - London 1979

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Εκατό χρόνια από τη ρωσική επανάσταση και την αποκήρυξη των χρεών...

ρωσική επανάσταση
Του Eric Toussaint


Τον Φεβρουάριο του 1918, η αποκήρυξη των χρεών στην οποία προχώρησε η σοβιετική κυβέρνηση ταρακούνησε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και οδήγησε σε ομόφωνη καταδίκη από πλευράς των κυβερνήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αυτή η απόφαση αποκήρυξης εγγράφονταν στην συνέχεια του πρώτου μεγάλου κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης που συντάραξε την ρωσική αυτοκρατορία, το 1905. Αυτό το ευρύ επαναστατικό κίνημα είχε προκληθεί από συνδυασμό πολλών παραγόντων: την κατατρόπωση των ρωσικών δυνάμεων στον πόλεμο με την Ιαπωνία, τον θυμό των αγροτών που απαιτούσαν γη, την απόρριψη της απολυταρχίας, τις διεκδικήσεις των εργατών…
Το κίνημα ξεκίνησε με απεργίες στη Μόσχα, τον Οκτώβρη του 1905, κι επεκτάθηκε σε όλη την αυτοκρατορία υιοθετώντας ποικίλες μορφές αγώνα. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας αυτό-οργάνωσης των λαϊκών μαζών γεννήθηκαν συμβούλια (τα «σοβιέτ», στα ρωσικά) αγροτών, συμβούλια εργατών, συμβούλια στρατιωτών…

1. Η αποκήρυξη των χρεών στην καρδιά των επαναστάσεων του 1905 και του 1917

Στην αυτοβιογραφία του, ο Λέων Τρότσκι που προέδρευσε στο Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης (πρωτεύουσας της Ρωσίας ως τον Μάρτη του 1918) εξηγεί πως η σύλληψη του συνόλου του διευθυντηρίου του, στις 3 Δεκέμβρη 1905, προκλήθηκε από την δημοσίευση ενός μανιφέστου όπου τα μέλη του εκλεγμένου αυτού συμβουλίου καλούσαν σε αποκήρυξη των χρεών που είχαν συναφθεί από το καθεστώς του τσάρου. Εξηγεί επίσης ότι αυτό το κάλεσμα του 1905 για μη αποπληρωμή του χρέους συγκεκριμενοποιήθηκε τελικά στις αρχές του 1918, όταν η κυβέρνηση των σοβιέτ υιοθέτησε το διάταγμα αποκήρυξης των τσαρικών χρεών:
Μας συνέλαβαν την επομένη της δημοσίευσης αυτού που ονομάστηκε το «χρηματοοικονομικό μας μανιφέστο», όπου ανακοινώνονταν η αναπότρεπτη πτώχευση του τσαρικού καθεστώτος: καθιστούσαμε απολύτως κατανοητό ότι τα χρέη των Ρομανώφ δεν θα αναγνωρίζονταν από τον λαό την ημέρα που θα νικούσε |1|.

Ο Τρότσκι (με τον φάκελο στα χέρια) μεταξύ των μελών του σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης, το 1905, κατά την διάρκεια της δίκης τους
Το μανιφέστο των εργατών εκλεγμένων αντιπροσώπων δήλωνε ξεκάθαρα τα ακόλουθα:
«Η απολυταρχία δεν απόλαυσε της εμπιστοσύνης του λαού και δεν της δόθηκε ποτέ κανενός είδους νομιμοποίηση από τον λαό. Γι’αυτό και αποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε την εξυπηρέτηση των δανείων που έχει συνάψει η τσαρική κυβέρνηση ενώ είχε ανοιχτά εμπλακεί σε πόλεμο με ολόκληρο τον λαό.»
Το γαλλικό Χρηματιστήριο απάντησε στο δικό μας μανιφέστο λίγους μήνες αργότερα, παραχωρώντας νέο δάνειο στον τσάρο, ύψους επτακοσίων πενήντα εκατομμυρίων φράγκων. Ο φιλελεύθερος και αντιδραστικός Τύπος ειρωνεύονταν τις αδύναμες απειλές του Σοβιέτ κατά των τσαρικών οικονομικών και των Ευρωπαίων τραπεζιτών. Στην συνέχεια, προσπάθησαν να ξεχαστεί το μανιφέστο. Όμως, είχε καταγραφεί στις μνήμες. Η δημοσιονομική χρεοκοπία του τσαρισμού, που προετοιμάζονταν από ολόκληρο το παρελθόν του, ξέσπασε με την στρατιωτική κατάρρευση του καθεστώτος. Και, με τη νίκη της επανάστασης, ένα διάταγμα του συμβουλίου των λαϊκών επιτρόπων, που εκδόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1918, διακήρυττε απλά και ξεκάθαρα την διαγραφή όλων των χρεών του τσάρου. Το διάταγμα αυτό είναι ακόμη σε ισχύ |2|. Όσοι δηλώνουν πως η Οκτωβριανή επανάσταση δεν αναγνωρίζει καμία υποχρέωση, σφάλλουν. Η επανάσταση αναγνωρίζει πλήρως τις δικές της υποχρεώσεις. Την δέσμευση που ανέλαβε στις 2 Δεκεμβρίου 1905, την εκπλήρωσε στις 10 Φεβρουαρίου 1918. Είχε κάθε δικαίωμα να πει στους δανειστές του τσαρισμού: «Κύριοι, είχατε προειδοποιηθεί εγκαίρως!»
Υπό αυτήν την έννοια, όπως και υπό όλες τις άλλες, το 1905 είχε προετοιμάσει το 1917.
Στο βιβλίο με τίτλο 1905, ο Λ. Τρότσκι περιγράφει τη διαδοχή των γεγονότων που οδήγησε στην υιοθέτηση του χρηματοοικονομικού Μανιφέστου με το οποίο το Σοβιέτ, αυτό το όργανο επαναστατικής δημοκρατίας, καλούσε στην άρνηση της αποπληρωμής των χρεών που είχε συνάψει ο τσάρος.
Ένα ευρύ πεδίο δράσης ανοίγονταν λοιπόν μπροστά στο Σοβιέτ. Γύρω του, εκτείνονταν τεράστιες εκτάσεις σε πολιτική αγρανάπαυση που το μόνο που χρειάζονταν ήταν να οργωθούν με το στιβαρό άροτρο της επανάστασης |3|. Όμως, ο χρόνος δεν περίσσευε. Η αντίδραση, πυρετωδώς, ετοίμαζε αλυσίδες και μπορούσε κανείς να αναμένει, από στιγμή σε στιγμή, ένα πρώτο κτύπημα. Η εκτελεστική επιτροπή, παρά τον όγκο εργασιών που έπρεπε να φέρει εις πέρας σε καθημερινή βάση, βιάζονταν να εκτελέσει την απόφαση που είχε πάρει η συνέλευση στις 27 Νοέμβρη 1905. Κάλεσε τους στρατιώτες και, σε συνεδρίαση με τους αντιπροσώπους των επαναστατικών κομμάτων, ενέκρινε το κείμενο του χρηματοοικονομικού Μανιφέστου (…).
Στις 2 Δεκέμβρη 1905, το μανιφέστο δημοσιεύτηκε σε οκτώ εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης: τέσσερις σοσιαλιστικές και τέσσερις φιλελεύθερες.
Ιδού το κείμενο αυτού του ιστορικού ντοκουμέντου:
«Η κυβέρνηση είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης. Κατέστησε την χώρα ένα βουνό από ερείπια, την γέμισε πτώματα. Εξαντλημένοι, πεινασμένοι, οι αγρότες δεν είναι πλέον σε θέση να πληρώνουν τους φόρους. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα χρήματα του λαού για να ανοίξει πιστώσεις για τους ιδιοκτήτες. Τώρα, δεν ξέρει πια τι να κάνει με τις ιδιοκτησίες που του χρησιμεύουν ως ενέχυρο. Τα εργαστήρια και τα εργοστάσια δεν λειτουργούν πια. Λείπει η δουλειά. Ο μαρασμός βρίσκεται παντού.
Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το κεφάλαιο των ξένων δανείων για να κατασκευάσει σιδηροδρόμους, έναν στόλο, φρούρια, για να δημιουργήσει αποθέματα όπλων. Καθώς οι ξένες πηγές στέρεψαν, οι κρατικές παραγγελίες δεν έρχονται πια. Ο έμπορος, ο μεγαλοπρομηθευτής, ο εργολάβος, ο βιομήχανος που συνήθισαν να πλουτίζουν εις βάρος του Κράτους, στερούνται τα κέρδη τους και κλείνουν τα καταστήματα και τα εργοστάσιά τους. Οι πτωχεύσεις πολλαπλασιάζονται. Οι τράπεζες καταρρέουν. Δεν γίνονται πια σχεδόν καθόλου εμπορικές συναλλαγές.
«Η μάχη της κυβέρνησης κατά της κοινωνικής επανάστασης οδηγεί σε αδιάκοπες ταραχές. Κανείς δεν είναι σίγουρος για το αύριο.
«Το ξένο κεφάλαιο περνά τα σύνορα. Το «καθαρά ρώσικο» κεφάλαιο πηγαίνει, και αυτό, να προστατευτεί στις ξένες τράπεζες. Οι πλούσιοι πουλούν τα υπάρχοντά τους και μεταναστεύουν. Τα αρπακτικά εγκαταλείπουν την χώρα παίρνοντας μαζί τους όσα ανήκουν στον λαό.
«Εδώ και πολύ καιρό, η κυβέρνηση ξοδεύει όλα τα έσοδα του Κράτους για να συντηρεί τον στρατό και τον στόλο. Δεν υπάρχουν σχολεία. Οι δρόμοι είναι σε οικτρή κατάσταση. Κι όμως, τα χρήματα λείπουν σε βαθμό που δεν μπορούν να τραφούν οι στρατιώτες. Ο πόλεμος χάθηκε εν μέρει επειδή δεν είχαμε πυρομαχικά. Σε όλη τη χώρα, ο στρατός, εξαθλιωμένος και πεινασμένος, επαναστατεί.
«Η οικονομία των σιδηροδρόμων έχει καταρρεύσει από την σπατάλη, ένας μεγάλος αριθμός γραμμών καταστράφηκαν από την κυβέρνηση. Για να οργανωθούν και πάλι, αποδοτικά, οι σιδηρόδρομοι, θα χρειαστούν εκατοντάδες εκατομμύρια.
[…]
«Η κυβέρνηση λεηλάτησε τα ταμιευτήρια και χρησιμοποίησε τις καταθέσεις για να τροφοδοτήσει τις ιδιωτικές τράπεζες και τις βιομηχανίες που, συχνά, είναι σάπιες. Με το κεφάλαιο των μικροεπενδυτών, παίζει στο Χρηματιστήριο, εκθέτοντας τα κεφάλαια σε καθημερινούς κινδύνους.
«Το απόθεμα σε χρυσό της Τράπεζας του Κράτους είναι ασήμαντο σε σχέση με τις απαιτήσεις που δημιουργούν τα κυβερνητικά δάνεια και οι ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών. Το απόθεμα αυτό θα εξαντληθεί σύντομα αν απαιτηθεί σε όλες τις συναλλαγές, το χαρτί να ανταλλάσσεται με νόμισμα σε χρυσό.
[…]
«Επωφελούμενη του γεγονότος ότι τα δημοσιονομικά δεν ελέγχονται, η κυβέρνηση συνάπτει εδώ και πολύ καιρό δάνεια που ξεπερνούν κατά πολύ την φερεγγυότητα της χώρας. Και χρησιμοποιεί νέα δάνεια για να πληρώσει τους τόκους των προηγούμενων.
«Από χρόνο σε χρόνο, η κυβέρνηση συντάσσει πλαστό προϋπολογισμό εσόδων και δαπανών, δηλώνοντας τα μεν και τα δε χαμηλότερα από τα πραγματικά τους ποσά, λεηλατώντας κατά βούληση, αναφέροντας υπεραξία αντί για ετήσιο έλλειμμα. Και οι δημόσιοι υπάλληλοι, που δεν ελέγχονται από κανέναν, ολοκληρώνουν την εξάντληση του Δημόσιου Ταμείου.
«Μόνον η συντακτική Συνέλευση μπορεί να θέσει τέλος σε αυτήν την κατεδάφιση των οικονομικών, αφού πρώτα ανατρέψει την απολυταρχία. Η Συνέλευση θα προχωρήσει σε αυστηρή διερεύνηση των οικονομικών του Κράτους και θα συντάξει λεπτομερή, ξεκάθαρο, ακριβή και ελεγμένο προϋπολογισμό των δημοσίων εσόδων και εξόδων.
«Ο φόβος του λαϊκού ελέγχου που θα μπορούσε να αποκαλύψει σε ολόκληρο τον κόσμο την χρηματοοικονομική της ανικανότητα, αναγκάζει την κυβέρνηση να αναβάλλει διαρκώς την σύγκληση των λαϊκών εκπροσώπων.
«Η χρηματοοικονομική πτώχευση του Κράτους προέρχεται από την απολυταρχία, όπως κι η στρατιωτική του πτώχευση. Οι εκπρόσωποι του λαού θα διαταχθούν και θα αναγκαστούν να πληρώσουν τα χρέη το συντομότερο δυνατόν.
«Επιχειρώντας να υπερασπιστεί το καθεστώς απάτης, η κυβέρνηση αναγκάζει τον λαό να διεξάγει εναντίον του έναν αγώνα ως τον θάνατο. Σε αυτόν τον πόλεμο, εκατοντάδες και χιλιάδες πολιτών πεθαίνουν ή καταστρέφονται. Η παραγωγή, το εμπόριο και οι οδοί επικοινωνίας καταστρέφονται εκ βάθρων.
«Δεν υπάρχει παρά μόνο μια διέξοδος: πρέπει να ανατραπεί η κυβέρνηση, να της αφαιρεθούν οι τελευταίες της δυνάμεις. Πρέπει να στερέψει η τελευταία πηγή απ’την οποία αντλεί την ύπαρξή της: τα χρηματοοικονομικά έσοδα. Είναι απαραίτητο, όχι μόνο για την πολιτική και οικονομική χειραφέτηση της χώρας, αλλά, ειδικότερα, για να επιβληθεί τάξη στα χρηματοοικονομικά του Κράτους.
«Συνεπώς, αποφασίζουμε πως:
«Θα αρνηθούμε να πραγματοποιήσουμε οιαδήποτε καταβολή επαναγοράς των γαιών και όλες τις καταβολές στα ταμεία του Κράτους. Θα απαιτήσουμε, σε όλες τις συναλλαγές, για την καταβολή μισθών και αμοιβών, νόμισμα σε χρυσό και όταν θα πρόκειται για ποσό μικρότερο των πέντε ρουβλιών, θα απαιτούμε χρήματα.
«Θα αποσύρουμε τις καταθέσεις που έχουν γίνει σε ταμιευτήρια και στην Τράπεζα του Κράτους, απαιτώντας εξόφληση στο ακέραιο,
«Η απολυταρχία δεν απόλαυσε της εμπιστοσύνης του λαού και δεν της δόθηκε ποτέ κανενός είδους νομιμοποίηση από τον λαό.
«Σήμερα, η κυβέρνηση συμπεριφέρεται μέσα στο ίδιο της το Κράτος σαν σε κατακτημένη χώρα.
«Γι’αυτό αποφασίζουμε να μην ανεχτούμε την αποπληρωμή των χρεών του συνόλου των δανείων που η τσαρική κυβέρνηση συνήψε ενώ διεξήγαγε ανοικτό πόλεμο ενάντια στον λαό.»
(Τέλος του κειμένου του μανιφέστου)

22 Ιανουαρίου 1905: Κόκκινη Κυριακή στην Αγία Πετρούπολη
Κάτω από το κείμενο του Μανιφέστου που δημοσιεύτηκε στον Τύπο στις 2 Δεκέμβρη 1905, ακολουθούσε ο παρακάτω κατάλογος των οργανώσεων που στήριζαν το κάλεσμα σε άρνηση πληρωμής του τσαρικού χρέους και σε οικονομική ασφυξία της απολυταρχίας:
«Το σοβιέτ των αιρετών εργατών,
«Η κύρια επιτροπή της πανρωσικής ένωσης αγροτών,
«Η κεντρική επιτροπή και η οργανωτική επιτροπή του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος,
«Η κεντρική επιτροπή του επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος
«Η κεντρική επιτροπή του πολωνικού σοσιαλιστικού κόμματος.»
Ο Τρότσκι συμπληρώνει ένα τελικό σχόλιο: «Φυσικά, το μανιφέστο αυτό δεν ήταν σε θέση, από μόνο του, να ανατρέψει τον τσαρισμό, ούτε και τα χρηματοοικονομικά του. (…) Το χρηματοοικονομικό μανιφέστο του σοβιέτ δεν μπορούσε παρά να είναι μια εισαγωγή στους ξεσηκωμούς του Δεκέμβρη. Με την στήριξη της απεργίας και τις μάχες που δόθηκαν στα οδοφράγματα, είχε σημαντική απήχηση σε όλη την χώρα. Ενώ, τα προηγούμενα τρία χρόνια, οι καταθέσεις που έγιναν στα ταμιευτήρια, τον Δεκέμβρη, ξεπερνούσαν τις αναλήψεις κατά 4 εκατομμύρια ρούβλια, τον Δεκέμβρη του 1905, οι αναλήψεις ξεπέρασαν τις καταθέσεις κατά 90 εκατομμύρια: το μανιφέστο είχε τραβήξει από τις δεξαμενές του Κράτους, σε έναν μήνα, 94 εκατομμύρια ρούβλια! Έπρεπε να καταπνιγεί η εξέγερση από τις τσαρικές ορδές για να επανέλθει η ισορροπία στα ταμιευτήρια…».
Η καταγγελία του αθέμιτου και απεχθούς χαρακτήρα των τσαρικών χρεών έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917. Το κάλεσμα να μην πληρωθεί το χρέος συγκεκριμενοποιήθηκε εν τέλει στο διάταγμα αποκήρυξης (μονομερούς διαγραφής) του χρέους που υιοθέτησε η σοβιετική κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1918.

2. Από την τσαρική Ρωσία στην επανάσταση του 1917 και στην αποκήρυξη των χρεών

Μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων, η Ρωσία αναδύθηκε ως μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη και συμμετείχε στον σχηματισμό της Ιεράς Συμμαχίας. Η Ιερά Συμμαχία συστήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1815, στο Παρίσι, με πρωτοβουλία του Τσάρου Αλέξανδρου Α’, από τρεις ευρωπαϊκές μοναρχίες που είχαν νικήσει την αυτοκρατορία του Ναπολέοντα, με στόχο την ισχυροποίηση των θέσεών τους και την άμυνά τους απέναντι στις επαναστάσεις. Αποτελούμενη, σε πρώτη φάση, από την ρωσική Αυτοκρατορία, την αυτοκρατορία της Αυστρίας και το Βασίλειο της Πρωσίας, συμπληρώθηκε με την Γαλλία (όπου η μοναρχία είχε αποκατασταθεί) το 1818, ενώ είχε εκ των πραγμάτων την στήριξη του Λονδίνου.
Η τσαρική Ρωσία: μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη
Η ρωσική αυτοκρατορία ήταν μέλος της τρόικας που τοποθέτησε στον ελληνικό θρόνο έναν Βαυαρό πρίγκιπα, το 1830, και αλυσόδεσε την χώρα σε ένα χρέος τόσο απεχθές όσο και μη βιώσιμο. Για την Μόσχα, η προοδευτική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό διακύβευμα διότι αφορούσε τα ρωσικά συμφέροντα στα Βαλκάνια και την κυκλοφορία μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου.
Έως την δεκαετία του 1870, οι τραπεζίτες του Λονδίνου ήταν οι κύριοι χρηματοδότες του τσάρου. Από την σύσταση της γερμανικής Αυτοκρατορίας και την νίκη της επί της Γαλλίας, το 1871, οι γερμανοί τραπεζίτες αντικατέστησαν το Λονδίνο. Από την στιγμή εκείνη, η Γερμανία έγινε ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας. Στις παραμονές του 1ου παγκόσμιου πολέμου, 53 % των εισαγωγών της Ρωσίας προέρχονταν από την Γερμανία και 32 % των εξαγωγών της κατευθύνονταν προς αυτήν. Αντίθετα, σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, από το τέλος του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι τραπεζίτες αντικατέστησαν τους Γερμανούς. Στις παραμονές του 1ου παγκόσμιου πολέμου, 80 % του εξωτερικού χρέους της Ρωσίας κατέχονταν από «επενδυτές» της Γαλλίας και τα περισσότερα τρέχοντα ρωσικά δάνεια είχαν εκδοθεί στην χρηματιστική αγορά του Παρισιού.

Η Ρωσική αυτοκρατορία το 1905
Συνοπτικά, οι κεφαλαιοκράτες της Γαλλίας δάνειζαν στην Ρωσία και πραγματοποιούσαν εκεί επενδύσεις (οι Βέλγοι κεφαλαιοκράτες, ειδικότερα οι «βιομήχανοι», πραγματοποιούσαν επίσης σημαντικές επενδύσεις στην Ρωσία |4|) ενώ οι Γερμανοί κεφαλαιοκράτες διοχέτευαν εκεί ένα μέρος της παραγωγής τους και προμηθεύονταν πρώτες ύλες.)
Όταν το σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης υιοθέτησε το χρηματοοικονομικό μανιφέστο – κάλεσμα στην αποκήρυξη του τσαρικού χρέους, η Ρωσία ετοιμάζονταν να εκδώσει ένα νέο μαζικό δάνειο, με την συνδρομή των τραπεζιτών και της κυβέρνησης της Γαλλίας. Η προειδοποίηση που απηύθυνε το Σοβιέτ δεν έλήφθη υπόψη από τους χρηματιστές του Παρισιού και το δάνειο δόθηκε. Δώδεκα χρόνια αργότερα, διαγράφηκε μονομερώς.
Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
Στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, αντιπαρατέθηκαν δυο στρατόπεδα καπιταλιστικών δυνάμεων: από τη μια, η γερμανική αυτοκρατορία και οι σύμμαχοί της, η αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία, η Βουλγαρία και η Οθωμανική αυτοκρατορία. Το δεύτερο αποτελούνταν από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την ρωσική αυτοκρατορία, το Βέλγιο, τη Ρουμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία και, από τον Φεβρουάριο του 1917, τις ΗΠΑ.
Εδώ και χρόνια η Γερμανία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η τσαρική Ρωσία προετοιμάζονταν για πόλεμο. Η Γερμανία, σε πλήρη οικονομική ανάπτυξη, επιζητούσε την επέκταση του χώρου της, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις αποικίες.
Η Γαλλία ήθελε να πάρει την εκδίκησή της από την Γερμανία και, ειδικότερα, να πάρει την Αλσατία και την Λωρραίνη που η Γερμανία είχε προσαρτήσει μετά την γαλλική ήττα του 1871. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία ήθελαν επίσης να επεκτείνουν τις αποικιακές τους επικράτειες, ειδικά πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η αριστερά, στις διάφορες εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες, είχε καταγγείλει πολλά χρόνια πριν τις προετοιμασίες για τον πόλεμο αυτόν.
Στο Συνέδριο της Στουτγάρδης (1907) της σοσιαλιστικής διεθνούς, η απόφαση που ψηφίστηκε ομόφωνα δήλωνε:
«Σε περίπτωση που, παρ’ όλ’ αυτά, ο πόλεμος ξεσπάσει (τα σοσιαλιστικά κόμματα) πρέπει να μεσολαβήσουν για τον σταματήσουν άμεσα και να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλέσει ο πόλεμος για να εξεγείρουν τα βαθύτερα λαϊκά στρώματα και να επιταχύνουν την πτώση της καπιταλιστικής κυριαρχίας.»
Το 1913, στο έκτακτο Συνέδριο της Βασιλείας, η Διεθνής είχε απευθύνει επίσημη προειδοποίηση προς τις κυβερνήσεις: «Οι κυβερνήσεις πρέπει να γνωρίζουν καλά ότι, δεδομένης της σημερινής κατάστασης της Ευρώπης και της πνευματικής διάθεσης της εργατικής τάξης, δεν μπορούν, χωρίς κίνδυνο για τις ίδιες, να κηρύξουν τον πόλεμο.» |5|
Ο Ζαν Ζωρές (Jean Jaurès), σημαντική προσωπικότητα του γαλλικού σοσιαλισμού, συμπύκνωσε το μήνυμα αυτό στην τελευταία πρόταση της ομιλίας του στο Συνέδριο της Βασιλείας: «Οξύνοντας τον κίνδυνο πολέμου, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οι λαοί μπορούν εύκολα να κάνουν τους δικούς τους υπολογισμούς: η δική τους επανάσταση θα τους στοιχίσει λιγότερους νεκρούς απ’ό,τι ο πόλεμος των άλλων.»
Την κρίσιμη ώρα, τον Αύγουστο του 1914, πολλά μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα (το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας, αυτό της Αυστρίας, αυτά του Βελγίου, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας) ψήφισαν μαζί με την αστική τους τάξη τις πιστώσεις για την χρηματοδότηση του πολέμου. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Το σύνολο των θανάτων που οφείλονταν στην παγκόσμια σύγκρουση ανέρχεται σε 18,6 εκατομμύρια, 9,7 στρατιώτες και 8,9 εκατομμύρια άμαχοι. Μεταξύ 1914 και Φεβρουαρίου 1917, στην Ρωσία, ο αριθμός των θανάτων που οφείλονταν στην συμμετοχή του Τσάρου στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ανήλθε σε 3.300.000, εκ των οποίων 1.800.000 στρατιώτες και 1.500.000 άμαχοι|6|.
Από την επανάσταση του Φλεβάρη 1917 σε αυτήν του Οκτώβρη
Όταν ξέσπασε η επανάσταση, τον Φεβρουάριο του 1917, με μια μεγάλη απεργία των γυναικών (είχε ξεκινήσει στις 23 Φλεβάρη 1917 |7|, διεθνή ημέρα για τα δικαιώματα των γυναικών |8|), ο ρωσικός λαός ήθελε να απαλλαγεί από το απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς, ήθελε ψωμί, επιθυμούσε επίσης το τέλος του πολέμου, πρόσβαση στη γη για δεκάδες εκατομμύρια χωρικών που την στερούνταν και αναγκάζονταν να θέτουν την ζωή τους σε κίνδυνο σε έναν πόλεμο του οποίου οι στόχοι τους ήταν τελείως ξένοι.
Το νέο καθεστώς, υπό την διεύθυνση του μετριοπαθούς σοσιαλιστή Κερένσκι |9| που διαδέχθηκε τον Τσάρο, αρνήθηκε να μοιράσει γη στους χωρικούς, θέλησε να συνεχίσει τον πόλεμο και στάθηκε ανίκανο να θρέψει τον πληθυσμό. Δεσμεύτηκε επίσης να αποπληρώσει τα χρέη που είχε συνάψει το τσαρικό καθεστώς με τους ξένους πιστωτές και συνήψε νέα δάνεια για να συνεχίσει τον πόλεμο.
Ο Νταν, ένας από τους κυριότερους μενσεβίκους ηγέτες που ήταν αντίθετοι με το κόμμα των μπολσεβίκων, περιγράφει τον επαναστατικό αναβρασμό των μηνών που προηγήθηκαν του Οκτώβρη του 1917: οι μάζες «άρχισαν όλο και πιο συχνά να εκφράζουν την δυσαρέσκεια και την ανυπομονησία τους με ορμητικές κινήσεις και κατέληξαν (…)να στραφούν προς τον κομμουνισμό (…).Οι απεργίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Οι εργάτες ήθελαν να απαντήσουν στην ταχεία άνοδο του κόστους ζωής με αυξήσεις μισθών. Αλλά όλες τους οι προσπάθειες απέτυχαν λόγω της συνεχούς υποτίμησης του χαρτονομίσματος. Οι κομμουνιστές διέδωσαν στις τάξεις τους το σύνθημα του «εργατικού ελέγχου» και τους συμβούλεψαν να πάρουν οι ίδιοι, στα χέρια τους, την διεύθυνση των επιχειρήσεων, για να εμποδίσουν το «σαμποτάζ» των κεφαλαιοκρατών. Από την άλλη, οι χωρικοί άρχισαν να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους τα κτήματα, να διώχνουν τους κτηματίες και να βάζουν φωτιά στ’αρχοντικά τους…» |10|.
Η επανάσταση του Οκτώβρη του 1917
Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η πολιτική του Κερένσκι οδήγησε σε δεύτερη επανάσταση, τον Οκτώβρη του 1917 (στις 7 Νοέμβρη 1917, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο που υιοθετήθηκε αργότερα). Η νέα κυβέρνηση |11|, με την στήριξη του συνεδρίου των σοβιέτ, δεσμεύτηκε υπέρ της ειρήνης, της διανομής γης και της εύρεσης τρόπων επανεκκίνησης της οικονομίας της χώρας, της αποκήρυξης του χρέους και της εθνικοποίησης του τραπεζικού τομέα |12|.

Σημειώσεις:
|1| Αυτό το απόσπασμα του βιβλίου Ma vie (Η Ζωή μου) είναι διαθέσιμο online (στα γαλλικά)
|2| Ο Τρότσκι συνέταξε το κείμενο αυτό το 1930.
|3| Αυτό το απόσπασμα του βιβλίου 1905 είναι διαθέσιμο online (γαλλικά)
|4| Το 1914, υπήρχαν τραμ τα οποία εκμεταλλεύονταν βελγικές επιχειρήσεις σε 26 ρωσικές πόλεις. Σύμφωνα με τον Βέλγο υπουργό, Ανρί Ζασπάρ (Henri Jaspar), που μιλώντας στον βελγικό κοινοβούλιο, αναφέρονταν στα βελγικά συμφέροντα του Βελγίου στην Ρωσία πριν τον πόλεμο: «ο χυτοσίδηρος που παράγαμε στην Ρωσία αντιπροσώπευε 1/3 της συνολικής παραγωγής ρωσικού χυτοσιδήρου. Οι δοκίδες, τα ελάσματα, οι στρωτήρες αντιπροσώπευαν 42 % της συνολικής ρωσικής παραγωγής. Τα χημικά προϊόντα που παράγονταν από Βέλγους στην Ρωσία αντιπροσώπευαν 75 % των χημικών προϊόντων που παράγονταν σε όλη τη Ρωσία. Τα γυάλινα προϊόντα αντιπροσώπευαν 50% της ρωσικής παραγωγής, τα γυάλινα πετάσματα, 30%.» Σύμφωνα με τον υπουργό, 161 βελγικές επιχειρήσεις ήταν παρούσες στην Ρωσία πριν τον πόλεμο. Πηγή: Κοινοβουλευτικά πρακτικά (Annales parlementaires, Chambre, 1921-1922, σ. 883-884. Συνεδρία της 23ης Μαΐου 1922. Βλ. επίσης Κοινοβουλευτικά έγγραφα (Documents parlementaires), Γερουσία (Sénat), 1928-1929, n° 88, Έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (Rapport de la Commission des Affaires étrangères), σ. 37-38. Τα έγγραφα αυτά αναφέρονται από τον Jean Stengers, Belgique et Russie, 1917-1924 : gouvernement et opinion publique (Βέλγιο και Ρωσία, 1917-1924: κυβέρνηση και κοινή γνώμη), Revue belge de philologie et d’histoire, Année 1988, Volume 66, Numéro 2 pp. 296-328.
|5| J. Longuet, Le mouvement socialiste international (Το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα), Παρίσι, 1931, σ. 58.
|6| Οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο, πέραν της Ρωσίας, ήταν η γερμανική αυτοκρατορία, με 2 εκατομμύρια νεκρούς μεταξύ των στρατιωτών και 420.000 αμάχους, η Γαλλία (αποικιών περιλαμβανομένων) με 1,4 εκατομμύριο νεκρούς στρατιώτες και 300.000 αμάχους, η Αυστρο-Ουγγαρία με 1,1 εκατομμύριο νεκρούς στρατιώτες και 470.000 αμάχους, το Ηνωμένο Βασίλειο (αποικιών περιλαμβανομένων), 885.000 στρατιώτες και 110.000 άμαχοι, η Οθωμανική αυτοκρατορία, 800.000 στρατιώτες και 4,2 εκατομμύρια αμάχων και το Βασίλειο της Σερβίας, 1.250.000 θύματα, εκ των οποίων 800.000 άμαχοι, ήτοι ένα τρίτο του πληθυσμού. Πηγή.
|7| Το 1917, η Ρωσία χρησιμοποιούσε ακόμη το ιουλιανό ημερολόγιο, που «καθυστερεί» περί τις 13 ημέρες σε σχέση με το γρηγοριανό που υιοθετήθηκε το 1918 και αντιστοιχεί στο δυτικό ημερολόγιο. Έτσι, η επανάσταση του Φλεβάρη του 17, έλαβε χώρα κατά την διεθνή μέρα αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών, στις 8 Μαρτίου του σημερινού ημερολογίου. Επίσης, η Οκτωβριανή επανάσταση έλαβε χώρα στις 7 Νοεμβρίου. Στο υπόλοιπο κείμενο, οι ημερομηνίες αντιστοιχούν στο σημερινό (γρηγοριανό) ημερολόγιο.
|8| Βλ. Λέων Τρότσκι. 1930. Histoire de la révolution russe (Ιστορία της Ρωσικής επανάστασης), 1. Φεβρουάριος. εκδ. Le Seuil, 1967, Παρίσι, κεφάλαιο 7.
|9| Αλεξάντρ Φioντόροβιτς Κερένσκι (Alexandre Fedorovitch Kerensky) (1881-1970), δικηγόρος, εργατικός (το κόμμα του: «troudovik») υπήρξε ηγέτης της προσωρινής κυβέρνησης το 1917.
|10| Dan, in Martov-Dan: Geschichte der russischen Sozialdemokratie (Ιστορία της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας), Βερολίνο 1926, σσ. 300-301. Αναφέρεται από τον Ernest Mandel, Octobre 1917 : Coup d’État ou révolution sociale Οκτώβρης 1917: πραξικόπημα ή κοινωνική επανάσταση), IIRF, Cahiers d’étude et de recherche numéro 17/18, Άμστερνταμ, 1992, σ. 9.
|11| Η κυβέρνηση αποτελούνταν από συμμαχία μεταξύ του κόμματος των μπολσεβίκων και των Αριστερών Σοσιαλιστών Επαναστατών..
|12| EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 2. L’ordre économique, (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 2, η οικονομική τάξη), εκδ. Édition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 16.

3. Η ρωσική επανάσταση, η αποκήρυξη των χρεών, ο πόλεμος κι η ειρήνη

Στις αρχές 1918, η σοβιετική κυβέρνηση ανέστειλε την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και, αρχές Φλεβάρη 1918, αποφάσισε την αποκήρυξη όλων των τσαρικών χρεών καθώς και των χρεών που, μεταξύ Φλεβάρη και Νοέμβρη 1917, είχε συνάψει η προσωρινή κυβέρνηση για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ταυτόχρονα αποφάσισε να απαλλοτριώσει όλα τα υπάρχοντα των ξένων κεφαλαιοκρατών στη Ρωσία για να τα αποδώσει και πάλι στην εθνική περιουσία. Αποκηρύσσοντας τα χρέη, η σοβιετική κυβέρνηση έθετε σε εφαρμογή την απόφαση που είχε ληφθεί το 1905 από το σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης και τα διάφορα κόμματα που το στήριζαν. Αυτό προκάλεσε την ομόφωνη διαμαρτυρία των πρωτευουσών των συμμάχων μεγάλων δυνάμεων.
Διάταγμα περί Ειρήνης
Η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε ειρήνη χωρίς προσάρτηση και χωρίς αντισταθμίσματα/επανορθώσεις. Πρόσθετε την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των λαών. Επρόκειτο για την εφαρμογή αρχών τελείως καινοτόμων ή επαναστατικών στις σχέσεις μεταξύ των Κρατών. Αποδείχτηκε πως η πολιτική αυτή της σοβιετικής κυβέρνησης εμπόδισε και ταυτόχρονα επηρέασε εκείνη του προέδρου Γούντροου Γουίλσον |13| ο οποίος είχε καταστήσει την αυτοδιάθεση των λαών κεντρικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ |14|.
Τα κίνητρα των μπολσεβίκων και εκείνα της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν σίγουρα διαφορετικά. Οι ΗΠΑ που δεν είχαν σημαντικές αποικίες είχαν κάθε συμφέρον να αποδυναμώσουν την βρετανική και την γερμανική αυτοκρατορία, και τις αποικιοκρατικές δυνάμεις που ήταν το Βέλγιο, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες… ώστε να καταλάβουν την θέση τους εφαρμόζοντας άλλες μεθόδους. Το καλύτερο διπλωματικό και ανθρωπιστικό επιχείρημα ήταν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών της Αφρικής, της Καραϊβικής, της Ασίας που βρίσκονταν ακόμη υπό αποικιακό ζυγό. Για τους μπολσεβίκους, το θέμα ήταν να μπει τέλος στην τσαρική αυτοκρατορία την οποία κατήγγειλαν ως φυλακή των λαών.
Το αίτημα για ειρήνη αποτελούσε ένα από τα θεμελιώδη αίτια που είχαν προκαλέσει τον επαναστατικό ξεσηκωμό του 1917. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων στρατιωτών αρνούνταν την συνέχιση του πολέμου. Ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου χωρικοί που ήθελαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να δουλέψουν την γη. Επίσης, εδώ και πολλά χρόνια, αρκετά πριν το ξέσπασμα του πολέμου, στα πλαίσια της σοσιαλιστικής διεθνούς της οποίας ήταν μέλη ως την προδοσία του 1914, οι μπολσεβίκοι ήταν αντίθετοι στην πολιτική προετοιμασίας του πολέμου, δηλώνοντας ότι χρειάζονταν κοινός αγώνας για να τεθεί τέλος στον καπιταλισμό και το ιμπεριαλιστικό του στάδιο καθώς και στις αποικιακές κτήσεις του.
Για να εφαρμόσει πρακτικά αυτόν τον προσανατολισμό, η σοβιετική κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να ξεκινήσει χωριστές διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο και τους συμμάχους του διότι, το 1917, Λονδίνο, Παρίσι και Ουάσιγκτον ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Η σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε πράγματι να οδηγήσει αυτές τις σύμμαχες πρωτεύουσες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά χωρίς επιτυχία. Αφού υπέγραψε ανακωχή με τη γερμανική αυτοκρατορία στα μέσα Δεκέμβρη 1917, καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο επί πέντε μήνες. Ήλπιζε να δει πολλούς λαούς της Ευρώπης, και κατά πρώτον τον γερμανικό λαό, να ξεσηκώνονται εναντίον των κυβερνήσεών τους για να επιτύχουν την ειρήνη. Ήλπιζε επίσης μάταια ότι ο πρόεδρος Γουίλσον θα παρείχε στήριξη στην σοβιετική Ρωσία απέναντι στην Γερμανία |15|.Ήθελε επίσης να αποδείξει στη διεθνή κοινή γνώμη ότι επιθυμούσε μια γενική ειρήνη, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, κι ότι μόνον ως τελευταία λύση θα κατέληγε να υπογράψει ξεχωριστή ειρήνη με το Βερολίνο.
Από τον Δεκέμβρη του 1917, η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να δημοσιεύει πολλά απόρρητα έγγραφα που έδειχναν πώς οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ετοιμάζονταν να μοιραστούν επικράτειες και λαούς περιφρονώντας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους. Επρόκειτο ειδικότερα για μια συμφωνία μεταξύ Παρισιού, Λονδίνου και Μόσχας, που είχε συναφθεί το 1915 και πρόβλεπε ότι, μετά τη νίκη, η τσαρική αυτοκρατορία θα είχε το δικαίωμα να πάρει την Κωνσταντινούπολη, η Γαλλία θα ανακτούσε την Αλσατία και την Λωρραίνη και το Λονδίνο θα μπορούσε να πάρει τον έλεγχο της Περσίας |16|.
Αρχές Μαρτίου 1918, η σοβιετική κυβέρνηση υπέγραφε το σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ με το Βερολίνο. Το τίμημα ήταν ιδιαίτερα υψηλό, καθώς η γερμανική αυτοκρατορία έπαιρνε ένα μεγάλο τμήμα των δυτικών εδαφών της ρωσικής αυτοκρατορίας: ένα τμήμα των χωρών της Βαλτικής, ένα τμήμα της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Εν ολίγοις, η συνθήκη αυτή ακρωτηρίαζε την Ρωσία κατά 26 % του πληθυσμού της, 27 % της καλλιεργούμενης γης της, 75 % της παραγωγής της σε ατσάλι και σίδηρο.
Το κάλεσμα της σοβιετικής κυβέρνησης για επανάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με την θέλησή της να βάλει τέλος στον πόλεμο, να αποκηρύξει τα χρέη που απαιτούσαν οι συμμαχικές δυνάμεις και να εφαρμόσει μέτρα εθνικοποίησης οδήγησε τους δυτικούς ηγέτες να ξεκινήσουν μαζική επίθεση κατά της σοβιετικής Ρωσίας με σκοπό την ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής τάξης.
Η ξένη επέμβαση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1918 και τελείωσε τέλη 1920, όταν οι δυτικές πρωτεύουσες διαπίστωσαν την αποτυχία τους και αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν πως η σοβιετική κυβέρνηση και ο Κόκκινος Στρατός είχαν αναλάβει τον έλεγχο της επικράτειας. 14 χώρες συμμετείχαν με στρατιωτικές δυνάμεις σε αυτήν την επίθεση. Η Γαλλία έστειλε 12.000 στρατιώτες (στην Μαύρη Θάλασσα και στο Βορρά), το Λονδίνο έστειλε 40.000 (κατά κύριο λόγο στο Βορρά), η Ιαπωνία 70.000 (στη Σιβηρία), η Ουάσιγκτον, 13.000 (στο Βορρά μαζί με τους Βρετανούς και τους Γάλλους), οι Πολωνοί 12.000 (στη Σιβηρία και το Μούρμανσκ), η Ελλάδα 23.000 (στη Μαύρη Θάλασσα), ο Καναδάς 5.300 |17|. Σημειωτέον ότι η ιαπωνική επέμβαση παρατάθηκε ως τον Οκτώβρη του 1922. Σύμφωνα με τον Γουίνστον Τσώρτσιλ, υπουργό πολέμου της βρετανικής κυβέρνησης, τα συμμαχικά ξένα στρατεύματα έφθαναν τους 180.000 στρατιώτες.

Παρέλαση συμμαχικών στρατευμάτων στο Βλαδιβοστόκ, το 1918
Η γαλλική κυβέρνηση ήταν η πιο βίαια αντίθετη προς την σοβιετική κυβέρνηση και, αυτό, από την αρχή. Πολλοί είναι οι λόγοι που εξηγούν την αντίθεση αυτή: 1. φοβόταν την επέκταση στην Γαλλία του επαναστατικού κινήματος που είχε ξεκινήσει ο ρωσικός λαός καθώς η αντίθεση στη συνέχιση του πολέμου ήταν έντονη στον γαλλικό πληθυσμό, 2. Η σοβιετική απόφαση αποκήρυξης του χρέους επηρέαζε την Γαλλία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, δεδομένου ότι τα ρωσικά δάνεια είχαν εκδοθεί στο Παρίσι και κατέχονταν στην πλειοψηφία τους, στην Γαλλία.
Αποδείχτηκε ότι η γαλλική κυβέρνηση, το 1917, είχε ξεκινήσει μυστικές συζητήσεις με το Βερολίνο για να καταλήξει σε συμφωνία ειρήνης που πρόβλεπε να επιτραπεί στην γερμανική αυτοκρατορία να επεκταθεί προς Ανατολάς, σε βάρος της επαναστατικής Ρωσίας, υπό τον όρο να επιστρέφονταν στην Γαλλία η Αλσατία και η Λωρραίνη. Η άρνηση του Βερολίνου να κάνει αυτήν την παραχώρηση στο Παρίσι έθεσε τέλος σε αυτές τις διαπραγματεύσεις |18|.
Η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918 που υπογράφτηκε μεταξύ των δυτικών πρωτευουσών και του Βερολίνου πρόβλεπε την προσωρινή παραμονή των γερμανικών στρατευμάτων στα «ρωσικά» εδάφη που κατείχαν. Βάσει του άρθρου 12 της ανακωχής, η Γερμανία έπρεπε να εγκαταλείψει όλα τα παλαιά ρωσικά εδάφη «μόλις οι Σύμμαχοι κρίνουν πως η στιγμή είναι κατάλληλη, εν όψει της εσωτερικής κατάστασης στα εν λόγω εδάφη» |19|.Ο στόχος ήταν να επιτραπεί στον αυτοκρατορικό στρατό να εμποδίσει την σοβιετική κυβέρνηση να ανακτήσει γρήγορα τον έλεγχο των εδαφών που είχαν παραχωρηθεί στην Γερμανία με το σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η ιδέα των Συμμάχων ήταν να επιτραπεί στις αντι-μπολσεβίκικες δυνάμεις να πάρουν τον έλεγχο των εδαφών αυτών και να τα καταστήσουν προγεφύρωμα για την ανατροπή της κυβέρνησης.
Ο Βρετανός ιστορικός E. H. Carr δείχνει πόσο λίγο δημοφιλής ήταν η επέμβαση κατά της Σοβιετικής Ρωσίας: «Όταν οι σύμμαχοι πολιτικοί ηγέτες συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι για την Διάσκεψη για την Ειρήνη, τον Ιανουάριο του 1919, συζήτησαν σχετικά με την κατοχή της Ρωσίας από τα συμμαχικά στρατεύματα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Λόυντ Τζωρτζ, δήλωσε στους ομολόγους του ότι «αν επιχειρούσε τώρα να στείλει μια χιλιάδα βρετανών στρατιωτών για κατοχή της Ρωσίας, οι στρατιώτες θα στασίαζαν» και ότι «αν επιχειρούσε στρατιωτική εκστρατεία κατά των μπολσεβίκων, η Αγγλία θα γίνονταν μπολσεβίκικη». Ο Λόυντ Τζωρτζ, όπως το συνήθιζε, επιχειρούσε να εντυπωσιάσει τα πνεύματα αλλά, συγχρόνως, η διαίσθησή του αντιλαμβάνονταν ορθά τα συμπτώματα.
Στις αρχές του 1919, ξέσπασαν σοβαρές ανταρσίες στον γαλλικό στόλο και στις στρατιωτικές μονάδες που είχαν κάνει απόβαση στην Οδησσό καθώς και σε άλλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Αρχές Απρίλη, υποχώρησαν εσπευσμένα. Όσο για τις πολυεθνικές δυνάμεις υπό αγγλική διοίκηση στο μέτωπο του Αρχαγγέλσκ, ο επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο αγγλικό υπουργείο πολέμου γνωστοποίησε ότι το ηθικό τους ήταν “τόσο χαμηλό που ήταν εύκολη λεία για την προπαγάνδα των μπολσεβίκων, που ήταν πολύ έντονη και υπόγεια, και που ο εχθρός διαδίδει με όλο και μεγαλύτερη ενέργεια και ταλέντο.”
Πολύ αργότερα, επίσημες αμερικανικές εκθέσεις αποκάλυψαν τις λεπτομέρειες της κατάστασης. Την 1η Μαρτίου 1919, ξέσπασε ανταρσία στις γαλλικές δυνάμεις που είχαν λάβει διαταγή να κατευθυνθούν στο μέτωπο. Μερικές μέρες νωρίτερα, ένας βρετανικός λόχος πεζικού «αρνήθηκε να πάει στο μέτωπο». Λίγο αργότερα, ένας αμερικανικός λόχος «αρνήθηκε για ένα διάστημα να επιστρέψει στο μέτωπο». Μπροστά στα γεγονότα αυτά, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε τον Μάρτη του 1919 να εγκαταλείψει τον Βορρά της Ρωσίας – αναχώρηση που ολοκληρώθηκε μόνο μετά από έξι μήνες.» |20|

Δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις στα Δυτικά της Ρωσίας, το 1919 και το 1920
Ο Γουίνστον Τσώρτσιλ ήταν από τα κύρια γεράκια του δυτικού στρατοπέδου. Επωφελούμενος της απουσίας του Λόυντ Τζωρτζ και του προέδρου των ΗΠΑ, σε μια διάσκεψη κορυφής που έλαβε χώρα στο Παρίσι στις 19 Φεβρουαρίου 1919, ο Τσώρτσιλ παρενέβη για να πείσει τις άλλες κυβερνήσεις να συμπληρώσουν την επέμβασή τους με άμεση στήριξη των δυνάμεων των Λευκών Ρώσων στρατηγών, πρότεινε να τους στείλουν «εθελοντές, τεχνικούς όπλων, πυρομαχικά, τανκς, αεροπλάνα, κλπ.» και να «εξοπλίσουν τις αντι-μπολσεβίκικες δυνάμεις» |21|.
Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να πείσουν τις νέες γερμανικές αρχές (υπέρ της Δύσης) να συμμετέχουν στην δράση κατά της μπολσεβίκικης Ρωσίας. Παρά την πολύ έντονη πίεση των δυτικών πρωτευουσών, τον Οκτώβρη του 1919, το Reichstag, το γερμανικό κοινοβούλιο, όπου οι σοσιαλιστές (SPD) και οι φιλελεύθεροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, ψήφισε ομόφωνα κατά της προσχώρησης της Γερμανίας στον αποκλεισμό που είχαν αποφασίσει οι Σύμμαχοι κατά της σοβιετικής Ρωσίας. Για ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να προσθέσουμε ότι, συγχρόνως, Γερμανοί στρατηγοί όπως ο Λούντεντορφ και, ειδικά, ο Von der Goltz που διοικούσε τα τελευταία οργανωμένα κατάλοιπα της πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής στρατιάς, στήριζαν στρατιωτικές επιχειρήσεις Ανατολικά, για να βοηθήσουν τους Λευκούς Ρώσους στρατηγούς κατά των μπολσεβίκων. Το πραγματοποιούσαν με την υποστήριξη των δυτικών πρωτευουσών |22|.
Είναι προφανές ότι τόσο οι δυτικές κυβερνήσεις όσο και εκείνες των κεντρικών δυνάμεων που είχαν ηττηθεί (γερμανική αυτοκρατορία και Αυστρο-Ουγγαρία) φοβόνταν την επέκταση της επανάστασης στις χώρες τους. Σε ένα απόρρητο έγγραφο, ο Λόυντ Τζωρτζ έγραφε στις αρχές του 1919: «Ολόκληρη η Ευρώπη έχει κατακτηθεί από το επαναστατικό πνεύμα. Μεταξύ των εργατών υπάρχει ένα βαθύ αίσθημα, όχι μόνο δυσαρέσκειας αλλά και οργής και αγανάκτησης κατά των προπολεμικών συνθηκών. Η καθεστηκυία τάξη αμφισβητείται από πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής πλευράς από τις μάζες του πληθυσμού, απ’άκρη σ’άκρη της Ευρώπης» |23|. Ο φόβος αυτός της επανάστασης δεν ήταν φανταστικός και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη βία της επίθεσης κατά της Ρωσίας των μπολσεβίκων.
Η ξένη επέμβαση στήριξε τις επιθέσεις των Λευκών Ρώσων στρατηγών και παράτεινε τον εμφύλιο πόλεμο που ήταν φονικότατος (προκάλεσε περισσότερους νεκρούς απ’ό,τι ο παγκόσμιος πόλεμος στην Ρωσία |24|).Το κόστος της ξένης επέμβασης, σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές καταστροφές ήταν σημαντικότατο και η σοβιετική κυβέρνηση απαίτησε αργότερα το θέμα αυτό να ληφθεί υπόψη στις διεθνείς διαπραγματεύσεις σχετικά με την αποκήρυξη του χρέους (βλ. παρακάτω).
Ο οικονομικός και χρηματοοικονομικός αποκλεισμός της σοβιετικής Ρωσίας, ο αποκλεισμός του ρωσικού χρυσού
Από το 1918, η σοβιετική Ρωσία αποτέλεσε αντικείμενο αποκλεισμού από πλευράς των συμμαχικών δυνάμεων. Η σοβιετική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να πληρώσει σε χρυσό την εισαγωγή αγαθών που της ήταν απολύτως απαραίτητα. Όμως καμία από τις μεγάλες τράπεζες και καμία κυβέρνηση στον κόσμο δεν μπορούσε τότε να δεχθεί τον σοβιετικό χρυσό χωρίς να έλθει σε άμεση σύγκρουση με τις συμμαχικές κυβερνήσεις. Πράγματι, Παρίσι, Λονδίνο, Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες,… θεωρούσαν πως ο ρωσικός χρυσός έπρεπε να περιέλθει σε αυτές ως αποζημίωση των κεφαλαιοκρατών των οποίων η περιουσία είχε απαλλοτριωθεί στην Ρωσία και ως αποπληρωμή των χρεών. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο για το σοβιετικό εμπόριο. Στις ΗΠΑ, κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που επιθυμούσε να πραγματοποιήσει συναλλαγή με χρυσό ή να μπει στην χώρα με χρυσό έπρεπε να κάνει την ακόλουθη δήλωση: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, ιδιοκτήτης μεριδίου χρυσού … δηλώνω και εγγυώμαι δια της παρούσας ότι ο χρυσός αυτός δεν είναι μπολσεβίκικης προέλευσης και δεν υπήρξε ποτέ στην κατοχή της λεγόμενης μπολσεβίκικης Κυβέρνησης της Ρωσίας. Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, επίσης, …. εγγυώμαι για πάντα, στις ΗΠΑ, χωρίς κανέναν περιορισμό ή επιφύλαξη, το δικαίωμα επί του εν λόγω χρυσού.» |25|.
Πρέπει να προσθέσουμε ότι μετά την παράδοση της Γερμανίας, τον Νοέμβρη του 1918, η Γαλλία πέτυχε να ανακτήσει τα σημαντικά λύτρα σε χρυσό που το Βερολίνο είχε λάβει σε εφαρμογή της συνθήκης ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ που είχε υπογραφεί το Μάρτη του 1918 |26|.Η Γαλλία αρνούνταν να επιστρέψει αυτόν τον χρυσό στη Ρωσία, θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα τμήμα των επανορθώσεων που η Γερμανία έπρεπε να καταβάλλει στο Παρίσι. Σημειωτέον ότι ο αποκλεισμός του ρωσικού χρυσού συνεχίστηκε εν μέρει επί πολλά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε η Γαλλία, το 1928, να πείσει τις αρχές της Ουάσιγκτον να απαγορεύσουν πληρωμή σε ρωσικό χρυσό μιας σύμβασης μεταξύ της Ρωσίας και μιας ιδιωτικής εταιρείας των ΗΠΑ.

4. Η ρωσική επανάσταση, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών και η αποκήρυξη των χρεών

Η συνθήκη των Βερσαλλιών υπογράφεται τελικά στις 28 Ιουνίου 1919, χωρίς την συμμετοχή της Σοβιετικής Ρωσίας. Όμως, η Συνθήκη των Βερσαλλιών ακύρωνε το Σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Βάσει του άρθρου 116 της συνθήκης των Βερσαλλιών, η Ρωσία μπορούσε να ζητήσει αποζημιώσεις από την Γερμανία. Πράγμα που δεν έκανε, καθώς ήθελε να διατηρήσει συνοχή με την θέση της υπέρ μιας ειρήνης χωρίς προσάρτηση και χωρίς αίτημα αποζημίωσης. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που είχε σημασία για κείνην ήταν να καταργηθεί το Σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ και να επιστραφούν στους λαούς που είχαν λεηλατηθεί (λαοί των Βαλτικών χωρών, της Πολωνίας, της Ουκρανίας, της Ρωσίας,…) τα εδάφη που η Γερμανία είχε προσαρτήσει τον Μάρτη του 1918, σύμφωνα με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση που υπερασπίζονταν η νέα σοβιετική κυβέρνηση.

Οι συνθήκες με τις δημοκρατίες της Βαλτικής, την Πολωνία, την Περσία, την Τουρκία…
Έτσι, το δικαίωμα αυτό το επικαλούνται τα πρώτα άρθρα κάθε συνθήκης ειρήνης που υπέγραψε η σοβιετική Ρωσία με τα νέα Κράτη της Βαλτικής, το 1920: την Εσθονία, στις 2 Φλεβάρη, την Λιθουανία, στις 12 Ιουλίου, και την Λετονία, στις 11 Αυγούστου. Αυτές οι συνθήκες ειρήνης μοιάζουν μεταξύ τους και η ανεξαρτησία των Κρατών αυτών – που είχαν ενσωματωθεί δια της βίας στην τσαρική αυτοκρατορία -διατρανώνεταιι συστηματικά στο πρώτο ή στο δεύτερο άρθρο. Μέσα από τις συνθήκες αυτές, η Ρωσία διακηρύσσει την αντίθεσή της στην κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και την απόφασή της να αποκηρύξει τα τσαρικά χρέη.
Πράγματι, η συνθήκη που υπογράφεται στις 2 Φλεβάρη με την Εσθονία αναφέρει: «Η Εσθονία δεν θα φέρει κανένα τμήμα ευθύνης για τα χρέη και οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις της Ρωσίας (…).Όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών της Ρωσίας σχετικά με το τμήμα των χρεών που αφορά την Εσθονία πρέπει να απευθύνονται μόνον κατά της Ρωσίας.» Παρόμοιες διατάξεις έναντι της Λιθουανίας και της Λετονίας περιλαμβάνονται στις συνθήκες που υπογράφτηκαν με τα Κράτη αυτά. Πέραν της επιβεβαίωσης ότι οι λαοί δεν πρέπει να υποχρεώνονται να καταβάλλουν αθέμιτα χρέη που συνάφθηκαν στο όνομά τους αλλά όχι προς το συμφέρον τους, η σοβιετική Ρωσία αναγνωρίζει έτσι τον ρόλο καταπιεστή που έπαιξε η τσαρική Ρωσία απέναντι στα μειονοτικά έθνη που αποτελούσαν την αυτοκρατορία.
Εφαρμόζοντας τις αρχές που διακηρύσσει, η σοβιετική Ρωσία προχωρά ακόμη παραπέρα. Σε αυτές τις συνθήκες ειρήνης, δεσμεύεται να αποδώσει στα καταπιεσμένα έθνη της Βαλτικής τα αγαθά που είχε ιδιοποιηθεί το τσαρικό καθεστώς (και ειδικότερα τα πολιτιστικά και ακαδημαϊκά αγαθά όπως τα σχολεία, τις βιβλιοθήκες, τα αρχεία, τα μουσεία) καθώς και ατομικά αγαθά που είχαν απομακρυνθεί από τα εδάφη της Βαλτικής κατά την διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.
Ως αντιστάθμισμα για τις ζημίες που προκλήθηκαν κατά την διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου στον οποίο συμμετείχε η τσαρική Ρωσία, η σοβιετική Ρωσία ανακοινώνει σε αυτές τις συνθήκες τη βούλησή της να δώσει 15 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Εσθονία, 3 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Λιθουανία και 4 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Λετονία, καθώς και το δικαίωμα για τα τρία αυτά Κράτη να εκμεταλλεύονται τα ρωσικά δάση που βρίσκονται κοντά στα σύνορά τους. Ενώ οι πιστώσεις του ρωσικού Κράτους επί των υπηκόων των Κρατών της Βαλτικής μεταφέρονται στις νέες ανεξάρτητες αρχές, οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφονται με την Λιθουανία και την Λετονία προσδιορίζουν ότι τα χρέη των μικρών αγροτικών ιδιοκτητών προς τις παλιές ρωσικές κτηματικές τράπεζες που έχουν πλέον εθνικοποιηθεί δεν μεταφέρονται στις νέες κυβερνήσεις αλλά «διαγράφονται, απλά και ξάστερα».

Υπογραφή της Συνθήκης του Ταρτού μεταξύ της Εσθονίας και της σοβιετικής Ρωσίας, 2 Φλεβάρη 1920.
Οι διατάξεις αυτές επεκτείνονται στους μικροϊδιοκτήτες της Εσθονίας, δυνάμει του άρθρου 13 της συνθήκης ειρήνης που υπογράφτηκε με την χώρα που προβλέπει ότι οι «απαλλαγές, δικαιώματα ή ιδιαίτερα προνόμια» που παρέχονται στο νέο Κράτος που προέρχεται από την τσαρική αυτοκρατορία ή στους πολίτες του επεκτείνονται άμεσα και στην Εσθονία ή τους πολίτες της.
Υπογράφοντας τις συνθήκες αυτές, η σοβιετική Ρωσία, ενώ εφάρμοζε τις αρχές που ήθελε να υπερασπιστεί, επιζητούσε επίσης να βγει από την απομόνωση στην οποία την βύθισαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τις μέρες της Επανάστασης του Οκτώβρη. Τα Κράτη της Βαλτικής είναι τα πρώτα που θα σπάσουν τον αποκλεισμό που επιβλήθηκε στην Ρωσία και αυτές οι συμφωνίες ειρήνης ανοίγουν τον δρόμο για εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ των διαφόρων μερών. Τον Μάρτη του 1921, μια παρόμοια συμφωνία ειρήνης υπογράφεται μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας, αφενός, και της Πολωνίας, αφετέρου.
Το έγγραφο αυτό απαλλάσσει την Πολωνία από κάθε ευθύνη σχετικά με τα χρέη που συνάφθηκαν στο όνομά της από την τσαρική αυτοκρατορία, προβλέπει την επιστροφή των αγαθών που είχε αρπάξει η τσαρική Ρωσία καθώς και την καταβολή επανορθώσεων στην Πολωνία, από την Ρωσία και την Ουκρανία, ύψους 30 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων. Η υπογραφή της συνθήκης αυτής είναι ακόμη πιο σημαντική από αυτές των χωρών της Βαλτικής: η Πολωνία είναι μια δύναμη-κλειδί για την απομόνωση της Ρωσίας που επεδίωκαν οι συμμαχικές καπιταλιστικές δυνάμεις.

Η Πολωνία μετά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το σύμφωνο φιλίας που υπογράφτηκε μεταξύ σοβιετικής Ρωσίας και Περσίας, στις 26 Φεβρουαρίου 1921, είναι ακόμη ένα δείγμα της θέλησης της σοβιετικής Ρωσίας να ευνοήσει την χειραφέτηση των καταπιεσμένων μέσω του δικαιώματός τους στην αυτοδιάθεση. Με το σύμφωνο αυτό, η Ρωσία διατρανώνει τη ρήξη με την “τυραννική πολιτική των αποικιοκρατικών κυβερνήσεων» της τσαρικής Ρωσίας και παραιτείται των εδαφών και των οικονομικών συμφερόντων που κατέχει στην Περσία. Από το πρώτο ήδη άρθρο του κειμένου αυτού, αναφέρεται: «Το σύνολο των συνθηκών και συμβάσεων που συνήφθηκαν μεταξύ Περσίας και τσαρικής Ρωσίας, η οποία καταπάτησε τα δικαιώματα του περσικού λαού, είναι άκυρες.»
Έπειτα, το άρθρο 8 καταγγέλλει σαφώς τα χρέη που αξιώνονταν από την Περσία από το τσαρικό καθεστώς: η νέα ρωσική κυβέρνηση παραιτείται της οικονομικής πολιτικής του τσαρικού καθεστώτος στην Ανατολή «η οποία συνίστατο στον δανεισμό χρημάτων στην περσική κυβέρνηση, όχι με στόχο να συμμετέχει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά με στόχους πολιτικής υποταγής” και, συνεπώς, ακυρώνει τις ρωσικές αξιώσεις κατά της Περσίας.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, η σοβιετική κυβέρνηση παραιτείται όλων των υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, της Τουρκίας έναντι της Ρωσίας, δυνάμει των συμφωνιών που είχε υπογράψει η τσαρική κυβέρνηση |27|.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις:
|13| Ο Τόμας Γούντροου Γουίλσον (Thomas Woodrow Wilson), γεννήθηκε στο Staunton στις 28 Δεκεμβρίου 1856 και πέθανε στην Ουάσιγκτον στις 3 Φεβρουαρίου 1924, και ήταν ο 24ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Εκλέχθηκε για δυο συνεχείς θητείες, από το 1913 ως το 1921.
|14| Βλ. την δήλωση του Γ. Γουίλσον, τον Φεβρουάριο του 1918 «every territorial settlement in this war must be made in the interest and for the benefit of the population concerned, and not as part of any mere adjustment compromise of claims amongst rival states» (κάθε εδαφική ρύθμιση σε αυτόν τον πόλεμο πρέπει να πραγματοποιηθεί προς το συμφέρον και το όφελος του πληθυσμού που αφορά και όχι ως συμβιβαστική προσαρμογή αξιώσεων μεταξύ αντίπαλων κρατών). Βλ. επίσης την δήλωση αυτή, το 1919, κατά την υπογραφή του συμφώνου δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών «The fundamental principle of this treaty is a principle never aknowledged before… that the countries of the world belong to the people who live in them». («Η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η συνθήκη αυτή είναι μια αρχή που δεν ανγνωρίστηκε ποτέ στο παρελθόν…ότι οι χώρες του κόσμου ανήκουν στους λαούς που ζουν σε αυτές») Οι δυο αυτές παραπομπές προέρχονται από το έργο της Odette Lienau, Rethinking Sovereign Debt : Politics, Reputation, and Legitimacy in Modern Finance, Harvard University, 2014, p. 62-63.
|15| Τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1918, ο πρόεδρος Γουίλσον υιοθέτησε μια δημόσια στάση η οποία έμοιαζε θετική, έναντι της σοβιετικής Ρωσίας. Βλ. ειδικότερα το σημείο 6 της 14 σημείων δήλωσής του στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, στις 8 Ιανουαρίου 1918. Όμως, στην πράξη, εν τέλει, ο Γουίλσον δεν θέλησε να παράσχει βοήθεια στους σοβιετικούς.
|16| Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 22. σ. 24 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|17| Βλ. ειδικότερα: Intervention alliée pendant la guerre civile russe
|18| Ο Λόυντ Τζωρτζ είναι που αναφέρθηκε σε αυτές τις διαπραγματεύσεις στα απομνημονεύματά του: Lloyd George, War Memoirs, IV, 1934, 2081-2107. Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 22. σ. 36 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|19| Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 28. σ. 317 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|20| EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 13. σ. 136-137 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|21| Αναφορά από τον E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 122 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|22| E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 316 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|23| Αναφορά του E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 139 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|24| Σχετικά με τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, βλ. Jean-Jacques Marie, La guerre civile russe (1917-1922), 2005.
|25| The New York Times, 2 Απριλίου 1921, αναφορά του Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (1918-1938) (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ), Revue de droit international et de législation comparée, p. 301. Για την αγγλική έκδοση, βλ.: http://heinonline.org/HOL/LandingPa…
|26| Βλ.: Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (1918-1938) (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ), Revue de droit international et de législation comparée
|27| Carr, τ. 3, σ. 311-312.


5. Ο γαλλικός Τύπος στην υπηρεσία του τσάρου

Με την ανατροπή του τσαρισμού, τον Φλεβάρη του 1917, και την άνοδο στην εξουσία των μπολσεβίκων με συμμάχους τους σοσιαλιστές επαναστάτες της αριστεράς του Οκτώβρη, πολλά έγγραφα που έως τότε ήταν απόρρητα τίθενται στην διάθεση του κοινού (βλ. παρακάτω). Αυτό επιτρέπει στον Μπορίς Σουβαρίν, Γαλλο-ρώσο κομμουνιστή ακτιβιστή, να διαβάσει τα αυτοκρατορικά αρχεία της Ρωσίας. Ανακαλύπτει μιαν ευρεία επιχείρηση διαφθοράς του γαλλικού Τύπου που ξεκίνησε πριν από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και είχε ως στόχο την προώθηση, μεταξύ των Γάλλων πολιτών, της επένδυσης στους τίτλους του τσαρικού χρέους. Η υπόθεση αυτή, όπου προσωπικότητες με επιρροή διαφθείρονται αλλά και εκβιάζουν, καταγγέλλεται από την εφημερίδα L’Humanité επί πολλούς μήνες, μεταξύ 1923 και 1924, μέσα από μια καθημερινή σειρά άρθρων με τίτλο «Η αποτρόπαιη σαπίλα του γαλλικού Τύπου».
Πώς, το τσαρικό καθεστώς, εξαγόραζε τον γαλλικό Τύπο για να συνεχίζει την έκδοση τίτλων του χρέους
Από το τέλος του 19ου αιώνα, η τσαρική αυτοκρατορία προτιμούσε τη χρηματοπιστωτική αγορά του Παρισιού ως τόπο έκδοσης των δανείων της. Οι τίτλοι αγοράζονται από πολλούς Γάλλους μικροεισοδηματίες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα δάνεια αυτά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την διατήρηση του τσαρικού καθεστώτος – μιας μεγάλης δύναμης με μικρή οικονομική ανάπτυξη- καθώς αυτό βυθίζεται στο τέλμα ενός πολέμου με την Ιαπωνία, από το 1904 ως το 1905, και προσπαθεί να συγκρατήσει την δυσαρέσκεια, καταστέλλοντας το επαναστατικό κίνημα του 1905. Το 1906, βγαίνοντας ηττημένο από τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, το καθεστώς εκδίδει ένα σημαντικό δάνειο στο Παρίσι.
Ο Arthur Raffalovitch, διπλωμάτης και μυστικοσύμβουλος του ρωσικού Υπουργείου οικονομικών στο Παρίσι, είναι επιφορτισμένος, ως τον Α παγκόσμιο πόλεμο με την προώθηση των ρωσικών δανείων στο Παρίσι. Τις επιστολές του προς τους ιεραρχικά ανώτερούς του στην τσαρική κυβέρνηση είναι που διάβασε ο Μπορίς Σουβαρίν και μπόρεσε να αποκαλύψει την υπόθεση διαφθοράς και εκβιασμών στην οποία εμπλέκονταν πολλές εφημερίδες, ειδικότερα του Παρισιού (όπως οι Le Figaro, Le Petit Journal, Le Temps ή ακόμη Le Matin), μεγάλες γαλλικές τράπεζες (ειδικότερα η Crédit lyonnais και η Banque de Paris et des Pays-Bas, μέλλουσα BNP Paribas), γερουσιαστές και Γάλλοι υπουργοί. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε τον Ραιμόν Πουανκαρέ (Raymond Poincaré), που αμφισβητήθηκε για τον ρόλο που έπαιξε όταν ήταν πρόεδρος της κυβέρνηση και υπουργός εξωτερικών, το 1912 (ο υπουργός οικονομικών του, Λουί-Λυσιέν Κλοτζ (Louis-Lucien Klotz), κατηγορήθηκε και αυτός).
Ο Πουανκαρέ έγινε στην συνέχεια Πρόεδρος της Δημοκρατίας, από το 1913 ως το 1920, και είναι και πάλι πρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εξωτερικών όταν ξέσπασε το σκάνδαλο. Σημειωτέον ότι η υπόθεση αυτή δεν τον ενόχλησε: παρέμεινε πρόεδρος της κυβέρνησης ως τον Ιούνιο του 1924, και γίνεται εκ νέου το 1926, κατέχοντας, ως μπόνους… την θέση του υπουργού οικονομικών! Ο ρόλος του εκπροσώπου των χρηματιστηριακών πρακτόρων του Παρισιού – που πουλούσαν τους τίτλους χρέους στους επενδυτές – υπήρξε κεντρικός στον εκβιασμό που ασκήθηκε στην κυβέρνηση του τσάρου. Μεταξύ 1900 και 1914, 6,5 εκατομμύρια φράγκα καταβλήθηκαν στον γαλλικό Τύπο από την ρωσική κυβέρνηση.

Ο Μπορίς Σουβαρίν
Όταν ξεσπά η υπόθεση, η διαφθορά του Τύπου δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές όσον αφορά τον κόσμο του χρηματιστηρίου, εφόσον ένα σκάνδαλο τον 19ο αιώνα είχε αποκαλύψει ότι το δάνειο που έπρεπε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή της διώρυγας του Παναμά και είχε εκδοθεί στη Γαλλία είχε προωθηθεί με τις ίδιες μεθόδους. Στην υπόθεση των ρωσικών δανείων, η τσαρική κυβέρνηση και οι γαλλικές τράπεζες που εξέδιδαν τους τίτλους αγόραζαν «διαφήμιση» στις μεγάλες εφημερίδες που εξήραν τότε την χρηματοοικονομική κατάσταση της Ρωσίας και τη βιωσιμότητα του χρέους του τσάρου. Σύμφωνα με την αλληλογραφία του τσαρικού πράκτορα Ραφάλοβιτς, η διαφήμιση αυτή περιλάμβανε επίσης λογοκρισία –γεγονότα όπως η δεινή θέση της Ρωσίας στον πόλεμό της κατά της Ιαπωνίας ή το επαναστατικό κίνημα του 1905 δεν θα ήταν θετικό να γίνουν γνωστά στους εν δυνάμει επενδυτές. Η αλληλογραφία αυτή δείχνει ακόμη και εικονικούς συνδρομητές σε ορισμένες εφημερίδες! Ο πρόεδρος των χρηματιστηριακών πρακτόρων, οι διεφθαρμένοι διευθυντές εφημερίδων και πολιτικοί υπεύθυνοι επωφελήθηκαν της κατάστασης αυτής για να εκβιάσουν την ρωσική κυβέρνηση, να απαιτήσουν αυξημένες πληρωμές και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Οι αποκαλύψεις της L’Humanité βασίζονται σε αυθεντικά έγγραφα. Μεταξύ των εφημερίδων που κατηγορεί η L’Humanité, μόνο η Le Matin έκανε μήνυση κατά της κομμουνιστικής εφημερίδας. Από την πρώτη ημέρα της δίκης, ο Βλαντιμίρ Κοκόβτσοφ (Vladimir Kokovtsov), υπουργός οικονομικών του τσάρου σχεδόν αδιαλείπτως από το 1904 ως το 1914 και πρόεδρος της τσαρικής κυβέρνησης από το 1911 ως το 1914, καλείται ως μάρτυρας. Αντιδραστικός και εξόριστος στην Γαλλία, δεν τον συμφέρει να κατηγορήσει άμεσα τον Τύπο, αλλά βεβαιώνει περί της τιμιότητας του παλαιού του συνεργάτη, Ραφάλοβιτς.
Σημειωτέον ότι αν η L’Humanité καταδικάζεται εν τέλει, είναι καθαρά για τυπικούς λόγους, εφόσον το δικαστήριο αναγνώρισε την αυθεντικότητα της αλληλογραφίας που αποκαλύφθηκε και δεν επιδικάζει στην Matin παρά μόνο 10.000 φράγκα, ενώ η εφημερίδα ζητούσε 1.500.000 από την L’Humanité. Σημειωτέον επίσης ότι, το 1924, ο Μορίς Μπινώ-Βαριλά (Maurice Bunau-Varilla), ιδιοκτήτης της Le Matin που εμπλέκεται άμεσα στην υπόθεση, δεν κρύβει πλέον την συμπάθειά του για τους απολυταρχικούς εθνικισμούς που αρχίζουν να εγκαθιδρύονται στην Ευρώπη για να καταπολεμήσουν τον κομμουνισμό. Στηρίζει την φασιστική Ιταλία και, λίγα χρόνια αργότερα, την ναζιστική Γερμανία. Κατά την κατοχή και το καθεστώς του Βισύ (Vichy), η εφημερίδα Le Matin συνεργάζεται, ενώ απαγορεύεται με την Απελευθέρωση.

Η L’Humanité της 5ης Δεκεμβρίου 1923

6. Οι ρωσικοί τίτλοι επιβιώνουν μετά την αποκήρυξη

Ενώ τον Φλεβάρη του 1918, οι ρωσικοί τίτλοι είχαν αποκηρυχθεί από την σοβιετική κυβέρνηση, συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών ως την δεκαετία του 1990.
Η πολιτική της γαλλικής αλλά και άλλων κυβερνήσεων συνδέεται άμεση με αυτή την μετά θάνατον ζωή.

Τα ρωσικά δάνεια δεν πεθαίνουν ποτέ
Το 1919, η γαλλική κυβέρνηση συνέταξε ένα κατάλογο των κατόχων ρωσικών τίτλων στην Γαλλία: 1.600.000 άτομα δήλωσαν ότι ήταν κάτοχοι. Φαίνεται πως οι ρωσικοί τίτλοι αντιπροσώπευαν 33% των ξένων ομολόγων που κατείχαν κάτοικοι Γαλλίας. Αυτό εκπροσωπούσε το 4.5 % της περιουσίας των Γάλλων. 40% ως 45 % του ρωσικού χρέους κατέχονταν στην Γαλλία. Ένας από τους κύριους ρωσικούς τίτλους που ανταλλάσσονταν στο χρηματιστήριο του Παρισιού ήταν το περίφημο δάνειο του 1906 που είχε προκαταβολικά καταγγείλει το Σοβιέτ της Πετρούπολης, τον Δεκέμβρη του 1905. Το μαζικό αυτό δάνειο είχε εκδοθεί στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1906, για ποσό 2,25 δις φράγκων. Προορίζονταν να επιτρέψει στο τσαρικό καθεστώς να συνεχίσει να αποπληρώνει παλαιά χρέη και να ανορθώσει τα οικονομικά μετά την καταστροφή του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου. Η Crédit lyonnais |28|, η γαλλική τράπεζα που είχε ειδικευθεί στις εκδόσεις ρωσικού χρέους, αποκόμιζε από τα δάνεια αυτά 30 % των εσόδων της, πριν το 1914.
Κατά την περίοδο που προηγήθηκε και ακολούθησε την αποκήρυξη των χρεών από την σοβιετική κυβέρνηση, 72 % των τίτλων του δανείου του 1906 βρίσκονταν στην Γαλλία και αποτελούσαν αντικείμενο συναλλαγών στο χρηματιστήριο του Παρισιού.
Ένας πολύ υψηλός βαθμός συνενοχής συνένωνε το τσαρικό καθεστώς, την γαλλική κυβέρνηση, τους Γάλλους τραπεζίτες που εξέδιδαν τους ρωσικούς τίτλους (με την Crédit lyonnais στην πρώτη γραμμή, αλλά και την Société générale και την Banque de l’union parisienne |29|), τους μεγάλους χρηματιστηριακούς πράκτορες και τον γαλλικό Τύπο που είχε εξαγοραστεί από τον απεσταλμένο του τσάρου.
Οι τραπεζίτες πραγματοποιούσαν σημαντικά κέρδη χάρη στις προμήθειες που εισέπρατταν την στιγμή της έκδοσης και χάρη στις κερδοσκοπικές πράξεις πώλησης και αγοράς επί των ρωσικών τίτλων. Το έκαναν χωρίς να αναλαμβάνουν σημαντικό ρίσκο καθώς αυτόν τον αναλάμβαναν οι μικρο-επενδυτές. Οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων τσέπωναν τα χρήματα που τους έδινε ο απεσταλμένος του τσάρου. Σημαίνοντα μέλη της κυβέρνησης, λαδώνονταν κι εκείνα. Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, ο τσάρος ήταν πρώτης κατηγορίας σύμμαχος της κυβέρνησης της Γαλλίας και των μεγάλων γαλλικών κεφαλαιοκρατικών ομίλων που επένδυαν στην Ρωσία (όπως οι Βέλγοι κεφαλαιοκράτες).
Κατά την διάρκεια του πολέμου, η γαλλική κυβέρνηση ήταν εκείνη που κατέβαλε τους τόκους που δικαιούνταν κάθε κάτοχος τίτλου. Ο τόκος ήταν 5 %. Το ποσό των τόκων που κατέβαλε η γαλλική κυβέρνηση αντί της ρωσικής αυτοκρατορίας προστέθηκε, στην συνέχεια, στο χρέος της Ρωσίας προς την Γαλλία. Η ανατροπή του τσάρου από τον ρωσικό λαό, τον Φλεβάρη του 1917, αποτέλεσε αρνητικό γεγονός για την γαλλική κυβέρνηση που εναπόθεσε τις ελπίδες της στην προσωρινή κυβέρνηση, αφού η τελευταία θα αναλάμβανε τα χρέη που είχε συνάψει ο τσάρος. Τα πράγματα χάλασαν πραγματικά όταν οι μπολσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους, οι αριστεροί σοσιαλιστές βρέθηκαν στη κυβέρνηση χάρη στα σοβιέτ, το Νοέμβρη του 1917.
Όταν η σοβιετική κυβέρνηση ανέστειλε την αποπληρωμή του χρέους, τον Ιανουάριο του 1918, η γαλλική κυβέρνηση κατέβαλε και πάλι τους τόκους των ρωσικών τίτλων στους κατόχους τίτλων. Όταν η σοβιετική κυβέρνηση αποκήρυξε όλα τα χρέη του τσάρου και εκείνα της προσωρινής κυβέρνησης, η Γαλλία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα κι ετοιμάστηκε να στείλει στρατό στην Ρωσία. Από τον Ιούλιο του 1918, τέσσερις μήνες πριν υπογραφεί η ανακωχή με την γερμανική αυτοκρατορία, η κυβέρνηση έστειλε γαλλικά στρατεύματα σε ενίσχυση των βρετανικών που είχαν πάρει το Μούρμανσκ, στον Βορρά της Ρωσίας. Στη συνέχεια, στάλθηκαν άλλες δυνάμεις για την κατοχή του Αρχαγγέλσκ. Μετά την υπογραφή της ανακωχής με το Βερολίνο, η Γαλλία έστειλε στρατεύματα στην Μαύρη Θάλασσα για να βομβαρδίσει με πολεμικά πλοία θέσεις του κόκκινου στρατού. Αυτό προκάλεσε ανταρσία μεταξύ των Γάλλων ναυτών. Η επίθεση κατά της σοβιετικής Ρωσίας δεν είχε βέβαια ως μόνο κίνητρο την αποκήρυξη του χρέους: οι διάφορες δυνάμεις που συμμετείχαν ήθελαν να θέσουν τέλος σε μια εστία επαναστατικής μόλυνσης.
Όμως, τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της Γαλλίας και των καπιταλιστών αποτέλεσαν ισχυρό κίνητρο. Οι γαλλικές αρχές στήριζαν οικονομικά τους λευκούς Ρώσους στρατηγούς στον αγώνα τους να ανατρέψουν τους μπολσεβίκους, διότι είχαν δηλώσει πως αναγνώριζαν τα χρέη του τσάρου. Το Παρίσι στήριζε επίσης τους Πολωνούς και τους Ουκρανούς πολιτικούς και στρατιωτικούς καθώς και εκείνους των δημοκρατιών της Βαλτικής που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους ή μάχονταν γι’αυτήν, ελπίζοντας ότι οι αρχές των νέων ανεξάρτητων Κρατών θα αναλάμβαναν ένα μέρος των τσαρικών χρεών. Όταν οι σοβιετικοί υπέγραψαν από το 1920 συνθήκες με τις δημοκρατίες της Βαλτικής και την Πολωνία, μέσω των οποίων θεωρούσαν ότι οι χώρες αυτές δεν έπρεπε καθόλου να αναλάβουν τα τσαρικά χρέη, το Παρίσι το πήρε πολύ άσχημα.

Τί συνέβη για τους κατόχους ρωσικών τίτλων μετά την αποκήρυξη των χρεών που δημοσιεύτηκε τον Φλεβάρη του 1918;
Στην Γαλλία, τον Σεπτέμβρη του 1918, η κυβέρνηση πρότεινε μια ανταλλαγή ρωσικών τίτλων με τίτλους του γαλλικού χρέους. Οι κάτοχοι ρωσικών τίτλων μπορούσαν να αποκτήσουν τίτλους του νέου δανείου που πραγματοποιούσε η γαλλική κυβέρνηση. Μπορούσαν να παραδώσουν τους ρωσικούς τίτλους που κατείχαν για να λάβουν σε αντάλλαγμα γαλλικούς τίτλους. Τον Ιούλιο του 1919, η γαλλική κυβέρνηση ανανέωσε την επιχείρηση. Οι αρχές της Ρώμης, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον έπραξαν το ίδιο: αντάλλαξαν ρωσικούς τίτλους, αντίστοιχα, με ιταλικούς, βρετανικούς ή αμερικανικούς τίτλους. Η Ιαπωνική κυβέρνηση, αποζημίωσε κατά 100% τους Ιάπωνες κατόχους ρωσικών τίτλων |30|.
Είναι ξεκάθαρο ότι, πράττοντας αυτό, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών στήριξαν τους τραπεζίτες οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν καταστεί υπεύθυνοι της χρηματοδότησης του τσαρικού καθεστώτος και να πληρώσουν για τις συνέπειες της αποκήρυξης των απεχθών χρεών. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η κυβέρνηση της χώρας ήταν ενεργά συν-υπεύθυνη με τους τραπεζίτες για την στήριξη του τσαρικού καθεστώτος. Η γαλλική κυβέρνηση είχε συστηματικά ωθήσει ένα μέρος της κοινωνικής της βάσης, τους εισοδηματίες της μεσαίας τάξης, να αγοράσουν ρωσικούς τίτλους.
Και κάτι σημαντικό: στην Γαλλία, ένα μεγάλο ποσοστό των ρωσικών τίτλων δεν ανταλλάχθηκαν με γαλλικούς. Οι ρωσικοί τίτλοι είχαν μεγαλύτερη απόδοση από τους γαλλικούς. Το επιτόκιο των ρωσικών τίτλων το 1906 ανέρχονταν στο 5 %, ενώ το μέσο επιτόκιο των τίτλων του γαλλικού Κράτους ήταν 3 %.
Μεταξύ 1918 και 1922, φήμες που διέδωσε ο οικονομικός Τύπος και η κυβέρνηση άφηναν να εννοηθεί ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα έπεφτε και ότι ο διάδοχός της θα αναλάμβανε το τσαρικό χρέος. Επίσης, κατά την Διάσκεψη της Γένοβας και σε άλλες στιγμές, ο ίδιος Τύπος άφηνε να εννοηθεί ότι η Μόσχα θα δεχόταν στο τέλος να αναγνωρίσει το χρέος. Ο κόσμος βρίσκονταν μπροστά σε μια σουρεαλιστική κατάσταση: τίτλοι που είχαν εκδοθεί από μια κυβέρνηση που δεν υπήρχε πλέον, αποκηρυγμένοι, διαγραμμένοι τίτλοι, συνέχιζαν να αγοράζονται και να πωλούνται στο χρηματιστήριο του Παρισιού. Είναι ένα τέλειο παράδειγμα εικονικού κεφαλαίου.
Μεταξύ 1918-1919, η τιμή μεταπώλησης των ρωσικών τίτλων κυμαίνονταν μεταξύ 56.5 % και 66,25.% της ονομαστικής αξίας (είχαν πωληθεί, αρχικά, στο 88 % της ονομαστικής αξίας). Η τιμή των τίτλων του γαλλικού δημοσίου, την ίδια εποχή, κυμαίνονταν μεταξύ 61 και 65.%. Η διαφορά μεταξύ της τιμής των αποκηρυγμένων ρωσικών τίτλων και των γαλλικών τίτλων ήταν συνεπώς μικρή. Είναι σίγουρο πως ο κερδοσκόπος (και οι τραπεζίτες είναι οι πρώτοι στην λίστα) πραγματοποιεί πολύ καλή συναλλαγή αν αγοράζει στα 56 όταν οι μικρό-επενδυτές απαλλάσσονται από τους τίτλους επειδή φοβούνται μετά από την τάδε ή δείνα φήμη που κυκλοφόρησε ο Τύπος (και, κατά βάθος, από τους τραπεζίτες) και ξαναπουλά στα 66.

Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman

Σημειώσεις:
|28| Ιδρύθηκε το 1863. Η τράπεζα Crédit lyonnais έγινε ιδίως γνωστή για το σκάνδαλο της διάσωσής της από το γαλλικό Κράτος, τον περασμένο αιώνα. Έχοντας σχεδόν πτωχεύσει κατά την δεκαετία του 1990, μετά ατό την κρίση των ακινήτων, η τράπεζα εθνικοποιήθηκε και ανακεφαλαιοποιήθηκε πριν περάσει στον έλεγχο της Crédit agricole το 2003. Η διάσωση κόστισε συνολικά 14,7 δις ευρώ στον φορολογούμενο.
|29| Επιχειρηματική τράπεζα που ιδρύθηκε το 1904, και συγχωνευθηκε το 1973 με την Crédit du Nord.
|30| Landon-Lane J., Oosterlinck K., (2006), «Hope springs eternal : French bondholders and the Soviet Repudiation (1915-1919)», Review of Finance, 10, 4, pp. 507-535.