Armagideon Time - The Clash - London 1979

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Too big to jail...

απάτη τράπεζες
Μπέρνι Μάντοφ, ο άνθρωπος που κατηγορείτε για τη μεγαλύτερη οικονομική απάτη με μορφή «πυραμίδας» στην ανθρώπινη ιστορία, πρέπει να γέλασε με πικρία καθώς διάβαζε τους τίτλους των οικονομικών εφημερίδων των τελευταίων εβδομάδων.
Η JP Morgan, η τράπεζα μέσω της οποίας είχε πραγματοποιήσει τις μεγαλύτερες απάτες της καριέρας του, ήρθε σε συμφωνία με το αμερικανικό υπουργείο δικαιοσύνης πληρώνοντας περίπου 1.7 δισεκατομμύριο δολάρια προκειμένου να αποφύγει τις ποινικές διώξεις. Ο ίδιος ο ο Μάντοφ έχει θεωρητικά να περάσει στη φυλακή άλλα… 145 χρόνια. Οι καλύτεροι συνεργάτες του όμως, στο έγκλημα της χιλιετίας, κυκλοφορούν ελευθεροι 
Στην ουσία της η επιχείρηση του Μάντοφ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια κλασική «πυραμίδα», ένα «σχέδιο Πόνζι» όπως το αποκαλούν στις ΗΠΑ από το όνομα του Ιταλού μετανάστη Τσαρλς Πόνζι, ο οποίος έστησε μια από τις μεγαλύτερες πυραμίδες των αρχών του περασμένου αιώνα στις ΗΠΑ. Ο Μάντοφ υποσχόταν να επενδύσει τα κεφάλαια των πελατών του στην αμερικανική και την ευρωπαϊκή αγορά ενώ στην πραγματικότητα τα συγκέντρωνε σε τραπεζικούς λογαριασμούς από όπου προσέφερε υψηλές «αποδόσεις» στους προηγούμενους πελάτες του. Ένα δαιδαλώδες δίκτυο από επιχειρήσεις – βιτρίνα αναλάμβαναν να ξεπλύνουν τα κέρδη δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι τα χρήματα επενδύονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ύστερα από σχεδόν δυο δεκαετίες απάτης η πυραμίδα είχε περίπου 4.000 πελάτες που έπιναν νερό στο όνομα του Μπέρνι. «Τον θεό μπορείς, αν θέλεις, να τον αμφισβητήσεις, τον Μπέρνι όμως ποτέ» έλεγε ο Μάικλ Μπιένες, συνεργάτης αλλά και πελάτης του Μάντοφ.
Η JP Morgan ήταν η βασική τράπεζα που χρησιμοποιούσε ο Μάντοφ στις παράνομες δραστηριότητές του για τουλάχιστον είκοσι χρόνια και όπως δήλωσε και ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times γνώριζε πολύ καλά τις δραστηριότητές του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η τράπεζα δεν έκρινε σκόπιμο να ενημέρώσει το επενδυτικό κοινό και τις αρμόδιες αρχές για τις παράνομες δραστηριότητες του Μάντοφ, η ίδια φρόντισε πολύ νωρίς να απομακρύνει από το χαρτοφυλάκιό της τα πιο επικύνδυνα επενδυτικά στοιχεία που σχετίζονταν με αυτόν.
Ο ίδιος ο διακανονισμός αποτελεί επισήμως αναγνώριση ότι ο επικεφαλής της JP Morgan ήταν ουσιαστικά συνένοχος στην πυραμίδα του Μάντοφ. Ενώ όμως ο δευτερος καταδικάστηκε σε 150 χρόνια κάθειρξης ο πρώτος κυκλοφορεί σήμερα ελευθερος. Σε μια χώρα όπου τουλάχιστον 2 εκατομμύρια πολίτες βρίσκονται στη φυλακή και εκατομμύρια άλλοι ζουν με περιοριστικούς όρους για μικροαπάτες και εγκλήματα, οι άνθρωποι που συνέβαλαν περισσότερο στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, κι βύθισαν την ανθρωπότητα στην αστάθεια, τη φτώχεια και τη δυστυχία δεν πέρασαν καν έξω από κάποια δικαστική αίθουσα.
Η διαπλοκή της JP Morgan στη συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να αποτελεί, σε συμβολικό επίπεδο, το σημαντικότερο περιστατικό, δεδομένου ότι η «πυραμίδα» του Μάντοφ έχει χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη απάτη στην ιστορία, σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελεί εξαίρεση στις δραστηριότητες της συγκεκριμένης τράπεζας. Το 2011 η JP Morgan κατηγορήθηκε για κερδοσκοπία στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για ψευδείς δηλώσεις στην αμερικανική ρυθμιστική αρχή ενέργειας. Λίγο αργότερα κλήθηκε να πληρώσει 4.5 δισεκατομμύρια δολάρια για παράτυπες ενέργειας στην αγορά ομολόγων που ζημίωσαν ανεπανόρθωτα τα αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία ενώ μόλις πριν από μερικούς μήνες η ίδια τράπεζα κλήθηκε να πληρώσει 13 δισεκατομμύρια δολάρια ως πρόστιμο γιατί παραπλάνησε τους επενδυτές που την εμπιστεύτηκαν για να αγοράσουν τοξικά στοιχεία πριν από την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς ενυπόθηκων δανείων το 2007-2008. Αν και τα ποσά αυτά, στην ονομαστική τους τιμή, φαντάζουν κολοσσιαία για οποιαδήποτε οικονομία του πλανήτη στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρότερα καθώς ένας δαιδαλώδης μηχανισμός εξασφαλίζει σημαντικές εκπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση η JP Morgan δεν φαίνεται να έχει κανένα πρόβλημα να πληρώνει τα προστίμα προκειμένου να συνεχίζει ανενόχλητη τις δραστηριότητές της αφού όπως έχουν αποκαλύψει στελέχη της, έχει κρατήσει «στην άκρη» δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για τις εξωδικαστικές τις συμφωνίες με το κράτος.
Προφανώς η συγκάληψη των εγκλημάτων των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ αλλά και της Ευρώπης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Από τη δημιουργία του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος, στις οικονομίες της Δύσης, το κράτος λειτουργούσε στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων σαν προστάτης των τραπεζιτών και σαν εργαλείο διαιώνισης της εξουσίας τους. Άλλωστε οι χρηματιστηριακές κρίσεις του 1929 και του 2008, που αποκάλυψαν τα δομικά αδιέξοδα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος δεν θα είχα συμβεί εάν μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα δεν δρούσαν ανεξέλεγκτα, ακόμη και για τα δεδομένα της λεγόμενης οικονομίας Καζίνο.
Ενώ όμως τους προηγούμενους αιώνες και τις τελευταίες δεκαετίες η συγκάληψη των οικονομικών εγκλημάτων γινόταν πίσω από κλειστές πόρτες κυβερνητικών και δικαστικών αιθουσιών, στα χρόνια της προεδρίας Μπούς και Ομπάμα το «ακαταδίωκτο» των τραπεζών άρχισε ουσιαστικά να θεσμοθετείται.
Από το 2008 μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία καταδίκη μεγάλου στελέχους αμερικανικής τράπεζας παρά το γεγονός ότι έχουν φτάσει ενώπιον του αμερικανικού κογκρέσου και της δικαιοσύνης δεκάδες υποθέσεις, στις οποίες οι παράνομες δραστηριότητες των τραπεζών είναι κάτι περισσότερο από προφανείς. Την ίδια ώρα και συγκεκριμένα από το 2004 μέχρι το 2012 το αμερικανικό υπουργείο δικαιοσύνης προχώρησε σε 242 εξωδικαστικές συμφωνίες που εξασφάλιζαν ότι κανένας τραπεζίτης δεν θα χριαζότα να σταθεί μπροστά στο εδώλιο του κατηγορούμενου. Ανάμεσα στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις ήταν η συμφωνία με την HSBC η οποία είχε αποδεχθεί ότι συμμετείχε σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος από εμπόρειο ναρκωτικών αξίας ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων!
Μπροστά σε αυτή την απόφαση του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, να προσφέρει συγχωροχάρτι στους μεγάλους τραπζίτες, ακόμη και οι πιο «σκληροί» δημόσιοι κατήγοροι αναγκάστηκαν να υποταχθούν στις εντολές των ανωτέρων τους. Χαρακτριστικότερο όλων είναι φυσικά το παράδειγμα του εισσαγγελέα της Νέας Υόρκης, Πριτ Μπαράρα, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση της JP Morgan: ενώ μέχρι το καλοκαίρι του 2013 υποστήριζε ότι κανένας τραπεζίτης δεν είναι τόσο ισχυρός που να μην μπορεί να καταλήξει στη φυλακή, πριν από λίγες ημέρες μετατράπηκε στο βασικό συντελεστή της συμφωνίας του αμερικανικού κολοσσού με το υπουργείο δικαιοσύνης.
Καταστρατηγώντας κάθε έννοια δικαίου, μιας αστικής δημοκρατίας, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα παρουσίασε τους τελευταίους μήνες τη φράση too big to jail (πολύ μεγάλο για να φυλακιστεί) παραφράζοντας το περίφημο too big to fail (σε ελευθερη απόδοση: πολύ μεγάλο για να μην διασωθεί από το κράτος). Και για να μην υπάρχουν αμφιβολίες για τη νέα στάση που θα τηρεί στο εξής η αμερικανική δικαιοσύνη, ο αμερικανός υπουργός δικαιοσύνης Έρικ Χόλντερ δήλωσε ευθέως ότι «ορισμένες τράπεζες είναι πλέον πολύ μεγάλες για να ασκηθούν εναντίον τους ποινικές διώξεις». Σε περίπτωση που οι τράπεζες αυτές καταδικαστούν σε κάποιο δικαστήριο, ξεκαθάρισε ο Χόλντερ, «ενδέχεται να επηρρεαστεί η λειτουργία τους γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να επιφέρει καταστροφικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία». Αν και ο Χόλντερ επιχείρησε λίγο αργότερα να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την πρωτοφανή δήλωσή του, το μήνυμα είχε σταλεί στους αποδέκτες του: Η αμερικανική δικαιοσύνη σταματά εκεί που ξεκινούν τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών δημιουργώντας ένα νέο καθεστώς παρανομίας που απολάμβαναν οι αριστοκράτες και οι βασιλείς στα χρόνια της φεουδαρχίας.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Λιγότερο κράτος περισσότερη παρακολούθηση...


«Όταν κάποιος αποκαλύπτει ότι αξιωματούχοι μιας κυβέρνησης παραβιάζουν το νόμο, εσκεμμένα και κατ’ εξακολούθηση, αυτό το άτομο δεν μπορεί να αντιμετωπίζει ποινή ισόβιας κάθειρξης από την ίδια κυβέρνηση».
Το κεντρικό σχόλιο των Νιου Γιορκ Τάιμς θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξης σημαντικής στροφής στην πολιτική της συγκεκριμένης εφημερίδας, και κατ’ επέκταση ενός μεγάλου τμήματος των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που αυτή εκπροσωπεί, απέναντι στον Έντουαρντ Σνόουντεν – τον άνθρωπο ο οποίος με κίνδυνο της ζωής του αποκάλυψε το γιγαντιαίο δίκτυο ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων των ΗΠΑ. Καταρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πολυσυζητημένο σχόλιο των Νιου Γιορκ Τάιμς δεν ζητά σε καμία περίπτωση αθώωση του Σνόουντεν αλλά ούτε καν την διακοπή των παρακολουθήσεων από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Στην καλύτερη περίπτωση επιχειρεί να ρυθμίσει το ρόλο που θα παίζει το αμερικανικό «βαθύ κράτος» στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας – αίτημα που έχουν καταθέσει με διάφορους τρόπους και μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις του διαδικτύου.
Η αλλαγή στάσης των Νιου Γιορκ Τάιμς, όμως, εκφράζει κυρίως το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση και την πλειονότητα του αμερικανικού πληθυσμού, που συνειδητοποιεί έστω και με καθυστέρηση ότι ζει σε ένα από τα πιο απολυταρχικά καθεστώτα που γνώρισε η ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες. Η δυνατότητα που έχει η κυβέρνηση Ομπάμα να καταστρατηγεί και το τελευταίο άρθρο του αμερικανικού συντάγματος για να παρακολουθεί και τις πιο προσωπικές στιγμές των πολιτών δεν έχει προηγούμενο στην αμερικανική και την παγκόσμια ιστορία.
Η στροφή της ναυαρχίδας του αμερικανικού Τύπου δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στρατηγική προσπάθεια περιορισμού των ζημιών που έχει υποστεί ο Ομπάμα και μαζί του ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός. Γνωρίζοντας ότι ο Σνόουντεν έχει ακόμη πολλά στοιχεία στη διάθεσή του, το αμερικανικό κατεστημένο φαίνεται διατεθειμένο να ρίξει λίγο τους τονους πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσει να κλείσει μια ώρα αρχύτερα την υπόθεση. Παράλληλα στήνει μια νέα παγίδα στον Σνόουντεν για να τον απομακρύνει από τα χέρια της Ρωσίας όπου έχει βρεί καταφύγιο.
Το βασικό πρόβλημα πάντως είναι ότι αυτός ο μηχανισμός αυτο-επούλωσης των πληγών ενεργοποιήθηκε τελικά από το ίδιο το αμερικανικό κατεστημένο και όχι κάτω από την πίεση ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ή του οργανωμένου λαϊκού κινήματος. Η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που συγκαταλέγονται στα βασικότερα θύματα των αμερικανικών προγραμμάτων ηλεκτρονικής κατασκοπείας, αντέδρασαν σαν αποικίες μιας αυτοκρατορίας και όχι σαν ανεξάρτητα κράτη, που δέχονται ηλεκτρονική επίθεση από το εξωτερικό. Όταν η Άγκελα Μέρκελ, μαθαίνει ότι παρακολουθούν το κινητό της τηλέφωνο και αρκείται σε μερικές τυπικές παραινέσεις προς τις ΗΠΑ να… μην το ξανακάνουν, εύκολα καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της υποτέλειας απέναντι στο Λευκό Οίκο.
Όπως σημείωναν όμως πρόσφατα αρθρογράφοι του βρετανικού Γκάρντιαν η υπόθεση αποτέλεσε και μια αποτυχία της Αριστεράς να μετατρέψει τον Σνόουντεν σε σημαία στη μάχη απέναντι στη δημιουργία ενός πανίσχυρου αστυνομικού κράτους. Πατώντας σε αυτή τη σωστή παρατήρηση αρκετοί φιλελεύθεροι αναλυτές επιχειρούν τώρα να παρουσιάσουν την εικόνα ενός κράτους Λεβιάθαν, το οποίο θα πρέπει να περιοριστεί προς όφελος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αποφεύγουν έτσι να παραδεχθούν ότι αυτό το απολυταρχικό δημιούργημα, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις χειρότερες στιγμές της ανατολικογερμανικής Στάζι και των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, γιγαντώθηκε στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού. Άλλωστε ορισμένες από τις σημαντικότερες αποκαλύψεις του Σνόουντεν αφορούν τη διαπλοκή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες υπήρξαν και ο μεγαλύτερος ωφελημένος από τις παρακολουθήσεις πολιτών και τη βιομηχανική κατασκοπεία που πραγματοποιεί η αμερικανική κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα οι τελευταίες αποκαλύψεις του Σνόουντεν επιβεβαιώνουν τους χειρότερους φόβους ορισμένων ότι η NSA έχει περάσει εδώ και καιρό από το επίπεδο της συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών σε διαδικασίες δολιοφθοράς υπολογιστικών συστημάτων που μπορεί να ανήκουν σε ξένες εταιρείες ή ακόμη και ολόκληρες κυβερνήσεις. Τις επιθέσεις είναι σε θέση να πραγματοποιούν οι λεγόμενοι «χάκερ» της NSA οι οποίοι υπάγονται στην ομάδα ειδικών αποστολών ΤΑΟ. Ουσιαστικά πρόκειται για τη μεταφορά στο χώρο του διαδικτύου των ομάδων ανορθόδοξου πολέμου των ενόπλων δυνάμεων οι οποίες έχουν ως αποστολή να καταστρέφουν στόχους αντιπάλων χωρίς να αφήνουν ίχνη.
Τα μέλη των ομάδων ΤΑΟ, που λειτουργούν σε διάφορα γραφεία της NSA στις ΗΠΑ, αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια. Μόνο στο Τέξας, όπου κατοικοεδρεύουν οι χάκερ της NSA που ασχολούνται με κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, ο αριθμός του έχει σχεδόν πενταπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με έγγραφα που έφτασαν στα χέρια δημοσιογράφων του γερμανικού περιοδικού Spiegel, η ΤΑΟ πραγματοποίησε 279 επιχειρήσεις μόνο το 2010 ενώ στα πέντε προηγούμενα χρόνια είχε αποκτήσει πρόσβαση σε 258 ‘’στόχους’’ σε 89 χώρες.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί επικίνδυνα οι επιθέσεις μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σε κυβερνητικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ξένων χωρών, οι οποίες σύμφωνα με ειδικούς δεν θα μπορούσαν να έχουν πραγματοποιηθεί από απλούς χρήστες του Ίντερνετ αλλά απαιτούν υποδομές τις οποίες διαθέτουν μόνο μυστικές υπηρεσίες και ένοπλες δυνάμεις τεχνολογικά ανεπτυγμένων χωρών. Ο περίφημος ιό Stuxnet, που κατέστρεψε σημαντικό τμήμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και ιός Flame, ο οποίος κατασκευάστηκε για να παρακολουθεί υψηλόβαθμους Ιρανούς αξιωματούχους, έχουν τη σφραγίδα κυβερνητικών παρεμβάσεων – αν και κανένας δεν έχει αναλάβει επισήμως την ευθύνη της κυβερνοεπίθεσης.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

« Η χρεωμένη Ευρώπη αναπαράγει τα δικά μας λάθη »

Από διάλεξή του στη Σορβόνη, στις 6 του περασμένου Νοεμβρίου, ο πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, εγκάλεσε τους Ευρωπαίους ομολόγους του ως προς τον τρόπο που χειρίζονται την κρίση χρέους...

Εμείς οι Λατινοαμερικάνοι είμαστε ειδικοί στις κρίσεις. Όχι γιατί ίσως είμαστε πιο έξυπνοι από τους άλλους, αλλά γιατί τις έχουμε ζήσει όλες. Ο τρόπος που τις χειριστήκαμε μάλιστα ήταν τραγικός, διότι είχαμε μία και μόνη προτεραιότητα : να διασφαλίσουμε τα δικαιώματα του κεφαλαίου, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι η περιοχή θα βυθιζόταν σε μια μακροχρόνια κρίση χρέους. Σήμερα, παρατηρούμε με ανησυχία την Ευρώπη να ακολουθεί με τη σειρά της τον ίδιο δρόμο.
Τη δεκαετία του 1970, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής μπήκαν σε μια κατάσταση εντατικής εξωτερικής χρέωσης. Η επίσημη ιστορία δηλώνει ότι η κατάσταση αυτή προέκυψε από τις πολιτικές « ανεύθυνων » κυβερνήσεων και τις συσσωρευμένες ανισότητες του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που υιοθετήθηκε στην ήπειρο μετά τον πόλεμο : τη δημιουργία, δηλαδή, μιας βιομηχανίας ικανής να παράγει τοπικά τα προϊόντα που εισάγονταν ή, άλλως, την « εκβιομηχάνιση δια της υποκατάστασης των εισαγωγών ».
Αυτή η εντατική χρέωση στην πράξη προωθήθηκε –και μάλιστα επιβλήθηκε– από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Η υποτιθέμενη λογική τους υπαγόρευε ότι, χάρη στη χρηματοδότηση προγραμμάτων υψηλής αποδοτικότητας, τα οποία αφθονούσαν εκείνη την εποχή στις χώρες του τρίτου κόσμου, θα φτάναμε στην ανάπτυξη, ενώ τα κέρδη από αυτές τις επενδύσεις θα επέτρεπαν την αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους.
Αυτό διήρκησε ώς τις 13 Αυγούστου του 1982, όταν το Μεξικό κήρυξε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους. Από τότε, ολόκληρη η Λατινική Αμερική αναγκάστηκε να υποστεί τη διακοπή στην παροχή δανείων από το εξωτερικό, παράλληλα με την απότομη αύξηση των επιτοκίων του χρέους τους. Δάνεια τα οποία είχαν συναφθεί με κυμαινόμενα επιτόκια της τάξης του 4% με 6%, έφτασαν ξαφνικά στο 20%. Ο Μαρκ Τουέιν έλεγε : « Ο τραπεζίτης είναι κάποιος που σας δανείζει ομπρέλα όταν έχει λιακάδα και σας την ξαναπαίρνει μόλις αρχίσει να βρέχει… ».
Έτσι ξεκίνησε η δική μας « κρίση χρέους ». Τη δεκαετία του 1980, η Λατινική Αμερική πραγματοποίησε καθαρή μεταφορά πόρων προς τους πιστωτές της αξίας 195 δισ. δολαρίων (η σημερινή τους αξία ανέρχεται περίπου στα 554 δισ. δολάρια). Την ίδια εποχή, το εξωτερικό χρέος της περιοχής σκαρφάλωνε από τα 223 δισ. δολάρια το 1980, στα… 443 δισ. δολάρια το 1991 ! Κι αυτό όχι εξαιτίας νέων δανείων, αλλά λόγω της επαναχρηματοδότησης και της συσσώρευσης τόκων.
Στην πράξη, η Νότια Αμερική είδε τη δεκαετία του 1980 να κλείνει με τα ίδια επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος των μέσων της δεκαετίας του 1970. Κάνουν λόγο για μια « χαμένη δεκαετία για την ανάπτυξη ». Στην πραγματικότητα, αυτό που χάθηκε ήταν μια ολόκληρη γενιά.
Παρόλο που υπήρχε κοινό μερίδιο ευθύνης, οι κυρίαρχες χώρες, οι διεθνείς γραφειοκρατικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παναμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (BID), καθώς φυσικά και οι διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες απέδωσαν συνοπτικά τις δυσκολίες στην υπερχρέωση των κρατών (overborrowing). Δεν ανέλαβαν ποτέ την ευθύνη για το ρόλο που οι ίδιες διαδραμάτισαν στην ανεύθυνη παροχή δανείων(overlending), την άλλη όψη του προβλήματος.
Οι σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις και οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης εξωτερικού χρέους που προκλήθηκαν από την καθαρή μεταφορά πόρων της Λατινικής Αμερικής προς τους πιστωτές της, οδήγησαν αρκετές χώρες της περιοχής να συντάξουν « επιστολές προθέσεως » τις οποίες υπαγόρευε το ΔΝΤ. Αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες επέτρεπαν τη λήψη δανείων από τον οργανισμό, καθώς και την εγγύησή του στην επαναδιαπραγμάτευση των διμερών χρεών που είχαν συναφθεί με τις πιστώτριες χώρες, όλες μέλη του Κλαμπ των Παρισίων.

Έλλειψη ηγετών και ιδεών

Τα προγράμματα δομικής προσαρμογής και σταθεροποίησης επέβαλαν τις γνωστές συνταγές : δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.. Ένα σωρό μέτρα, τα οποία δεν είχαν στόχο να οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση το συντομότερο δυνατό ούτε να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση, αλλά να εγγυηθούν την εξυπηρέτηση του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες. Τελικά, τα κράτη παρέμεναν χρεωμένα όχι μόνο σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οι οποίοι προστάτευαν τα συμφέροντα των τραπεζών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης άρχισε να επιβάλλεται στην Αμερική και στον κόσμο : ο νεοφιλελευθερισμός. H νέα « συναίνεση » ως προς τη στρατηγική της ανάπτυξης ονομάστηκε « συναίνεση » της Ουάσινγκτον, καθώς οι κύριοι εμπνευστές και διαφημιστές της ήταν οι πολυμερείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με έδρα την Ουάσινγκτον. Σύμφωνα με το πνεύμα της μόδας, η κρίση στη Λατινική Αμερική οφειλόταν στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, στην απουσία ενός κατάλληλου συστήματος ελεύθερων τιμών και στην απομάκρυνση από τις διεθνείς αγορές –με δεδομένο ότι τα χαρακτηριστικά αυτά απέρρεαν από το λατινοαμερικάνικο μοντέλο εκβιομηχάνισης δια της αντικατάστασης των εισαγωγών.
Χάρη σε μια άνευ προηγουμένου καμπάνια ιδεολογικού μάρκετινγκ υπό τη μορφή επιστημονικής έρευνας, καθώς και στις άμεσες πιέσεις που ασκούσαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, η περιοχή πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο : τη δυσπιστία απέναντι στην αγορά και την υπερβολική εμπιστοσύνη στο κράτος αντικατέστησαν οι ελεύθερες συναλλαγές, η απορρύθμιση και οι ιδιωτικοποιήσεις.
Η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική. Προέκυψε από ένδεια ηγετών και ιδεών. Φοβηθήκαμε να σκεφτούμε για λογαριασμό μας και δεχτήκαμε παθητικά όσο και παράλογα τις έξωθεν επιταγές.
Η περιγραφή της κρίσης που βίωσε το Εκουαδόρ σίγουρα θα φανεί οικεία σε πολλούς Ευρωπαίους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάσχει από υπερχρέωση, η οποία παράγεται και επιδεινώνεται από το νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό. Μολονότι σεβόμαστε την εθνική κυριαρχία και την ανεξαρτησία κάθε περιοχής του κόσμου, μας εκπλήσσει η διαπίστωση ότι η πεφωτισμένη Ευρώπη επαναλαμβάνει κατά γράμμα όλα τα λάθη που διέπραξε χθες η Λατινική Αμερική.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δάνεισαν την Ελλάδα κάνοντας πως δεν έβλεπαν ότι το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι δήλωνε το κράτος. Τίθεται εκ νέου ένα πρόβλημα υπερχρέωσης, ενώ παραλείπεται να αναφερθεί η άλλη του όψη : ο υπερβολικός δανεισμός. Λες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είχε ποτέ το παραμικρό μερίδιο ευθύνης.
Από το 2010 ώς το 2012, η ανεργία στην Ευρώπη έφτασε σε ανησυχητικά επίπεδα. Μεταξύ 2009 και 2012, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία μείωσαν τις δαπάνες στον προϋπολογισμό τους κατά 6,4% κατά μέσο όρο, πλήττοντας σοβαρά με αυτό τον τρόπο τις υπηρεσίες της υγείας και της παιδείας. Η δικαιολογία για αυτή την πολιτική ήταν η έλλειψη πόρων. Ωστόσο, απελευθερώθηκαν σημαντικά χρηματικά ποσά για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία, τα ποσά της « τραπεζικής διάσωσης » ξεπερνούν το σύνολο των ετήσιων μισθών.
Κι ενώ η κρίση χτυπά με δριμύτητα τους λαούς της Ευρώπης, συνεχίζουν να τους επιβάλλουν τις συνταγές που απέτυχαν παντού ανά τον κόσμο.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Κύπρου. Όπως πάντα, το πρόβλημα ξεκινά με την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το 2012, ο κακός χειρισμός του ξεφεύγει εκτός ορίων. Οι τράπεζες της χώρας, κυρίως η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή, είχαν παραχωρήσει στην Ελλάδα ιδιωτικά δάνεια για ποσά που ξεπερνούσαν το κυπριακό ΑΕΠ. Τον Απρίλιο του 2013, η τρόικα προτείνει « διάσωση » ύψους 10 δισ. ευρώ. Τη συνδέει με ένα πρόγραμμα προσαρμογής, το οποίο περιλαμβάνει τη μείωση του δημόσιου τομέα, την κατάργηση του συστήματος μερισματικής συνταξιοδότησης για τους νέους δημόσιους υπαλλήλους, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής ώς το 2018, τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και τη δημιουργία ενός « ταμείου χρηματοπιστωτικής διάσωσης » που στόχο έχει να στηρίξει τις τράπεζες και να επιλύσει τα προβλήματά τους, πέρα από το κούρεμα των καταθέσεων που υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ.
Ουδείς αμφιβάλλει για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων ούτε για το ότι πρέπει να διορθωθούν σοβαρά λάθη, των προπατορικών συμπεριλαμβανομένων : η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε δεκτές στους κόλπους της χώρες με πολύ σημαντικές αποκλίσεις στην παραγωγικότητα τους, αποκλίσεις χωρίς αντανάκλαση στους εθνικούς μισθούς. Μόνο που, κατ’ ουσία, οι πολιτικές που ακολουθούνται δεν έχουν ως ζητούμενο την έξοδο από την κρίση με το μικρότερο κόστος για τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά να εγγυηθούν την πληρωμή του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες.
Αναφερθήκαμε στις χρεωμένες χώρες. Τι γίνεται με τους ιδιώτες που αδυνατούν να εξοφλήσουν τα δάνειά τους ; Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ισπανίας. Η απουσία ελέγχου και η πανεύκολη πρόσβαση στο χρήμα των ισπανικών τραπεζών είχαν ως αποτέλεσμα μια τεράστια ποσότητα υποθηκευτικών δανείων, τα οποία όξυναν την κερδοσκοπία στα ακίνητα. Οι ίδιες οι τράπεζες έψαχναν πελάτες, εκτιμούσαν την τιμή της κατοικίας τους και τους δάνειζαν πάντα επιπλέον χρήματα για την αγορά αυτοκινήτου, επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ..
Όταν σκάει η φούσκα των ακινήτων, ο καλόπιστος δανειολήπτης δεν μπορεί πια να πληρώνει το δάνειό του : δεν έχει δουλειά. Του παίρνουν το σπίτι, μόνο που αυτό κοστίζει πια λιγότερο από όταν το αγόρασε. Η οικογένειά του βρίσκεται στο δρόμο και χρεωμένη δια βίου. Το 2012 καταμετρήθηκαν περισσότερες από 200 εξώσεις την ημέρα, πράγμα που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις αυτοκτονίες στην Ισπανία…
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα : γιατί δεν προστρέχουμε σε αυτονόητες λύσεις και γιατί επαναλαμβάνεται πάντα το χειρότερο σενάριο ; Διότι το πρόβλημα δεν είναι τεχνικής, αλλά πολιτικής φύσης. Καθορίζεται από το συσχετισμό δυνάμεων. Ποιος διοικεί τις κοινωνίες μας ; Οι άνθρωποι ή το κεφάλαιο ;
Το μεγαλύτερο άδικο που διαπράξαμε με την οικονομία είναι ότι την αποσπάσαμε από την αρχική της φύση, της πολιτικής οικονομίας. Μας έκαναν να πιστέψουμε ότι όλα τα ζητήματα είναι τεχνικά. Μας μεταμφίεσαν την ιδεολογία σε επιστήμη και ενθαρρύνοντάς μας να μην λαμβάνουμε υπόψη τους συσχετισμούς δυνάμεων στους κόλπους μιας κοινωνίας, μας έθεσαν όλους στην υπηρεσία των κυρίαρχων δυνάμεων, αυτών που ονομάζω « αυτοκρατορία του κεφαλαίου ».
Η στρατηγική της εντατικής χρέωσης που εξαπέλυσε την κρίση στη λατινοαμερικάνικη ήπειρο δεν είχε στόχο να βοηθήσει τις χώρες μας να αναπτυχθούν. Υπάκουε στην επείγουσα ανάγκη να τοποθετηθεί κάπου το χρηματικό πλεόνασμα που πλημμύριζε τις χρηματοπιστωτικές αγορές του « πρώτου κόσμου », τα πετροδόλαρα που οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες είχαν τοποθετήσει στις τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών. Η ρευστότητα προερχόταν από την άνοδο στην τιμή του πετρελαίου που ακολούθησε τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, καθώς ο Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) διατηρούσε τις τιμές αυτές σε υψηλά επίπεδα. Μεταξύ 1975 και 1980, οι καταθέσεις στις διεθνείς τράπεζες αυξήθηκαν από 82 σε 440 δισ. δολάρια (σημερινή αξία 1,226 τρισ. δολάρια).
Μπροστά στην ανάγκη να τοποθετηθούν τόσο σημαντικά χρηματικά ποσά, ο « τρίτος κόσμος » ξύπνησε το ενδιαφέρον. Έτσι, από το 1975 άρχισαν να παρελαύνουν οι διεθνείς τραπεζίτες που επιθυμούσαν να τοποθετήσουν κάθε είδους δάνειο –ακόμα και για τη χρηματοδότηση των τρεχόντων εξόδων και για την αγορά όπλων από τους δικτάτορες που κυβερνούσαν πολλά κράτη. Αυτοί οι γεμάτοι ζήλο τραπεζίτες, οι οποίοι δεν είχαν έρθει ποτέ στην περιοχή, ούτε καν ως τουρίστες, έφεραν μαζί τους και μεγάλες βαλίτσες με μίζες που προορίζονταν για τους δημόσιους λειτουργούς, για να τους κάνουν να δεχτούν νέα δάνεια με οποιοδήποτε πρόσχημα. Συγχρόνως, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι αναπτυξιακοί οίκοι συνέχιζαν να πουλούν την ιδέα ότι η λύση όλων ήταν να χρεώνεσαι.

Ιδεολογία μεταμφιεσμένη σε επιστήμη

Παρόλο που η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών χρησιμεύει, στην πράξη, στο να διασφαλίσει τη συνέχιση του συστήματος ανεξάρτητα από την ετυμηγορία της κάλπης, επιβλήθηκε ως « τεχνική » αναγκαιότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υποστηριζόμενη από υποτιθέμενες εμπειρικές μελέτες που απεδείκνυαν ότι ένας τέτοιος μηχανισμός επέφερε καλύτερες μακροοικονομικές επιδόσεις. Σύμφωνα με αυτές τις « έρευνες », οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να ενεργούν « τεχνικά », πέρα από επιβλαβείς πολιτικές πιέσεις. Με ένα εξίσου παράλογο επιχείρημα, θα έπρεπε ομοίως να αυτονομηθεί και το υπουργείο Οικονομικών, αφού η δημοσιονομική πολιτική θα έπρεπε να έχει κι αυτή καθαρά « τεχνικό » χαρακτήρα. Όπως υπαινίχθηκε ο Ρόναλτν Κόουζ, κάτοχος του βραβείου Οικονομικών Επιστημών το οποίο προσφέρει η Βασιλική Τράπεζα της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ, τα αποτελέσματα αυτών των μελετών είχαν την εξήγησή τους : είχαν βασανίσει τόσο πολύ τα δεδομένα, ώσπου να πουν όσα ήθελαν οι άλλοι να τα κάνουν να πουν.
Στην περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, οι αυτόνομες κεντρικές τράπεζες αφιερώθηκαν αποκλειστικά στη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας, δηλαδή στον έλεγχο του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι διάφορες κεντρικές τράπεζες είχαν διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη χωρών όπως η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα. Ώς τη δεκαετία του 1970, ο βασικός ρόλος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν να ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική μεγέθυνση. Μόνο με την πίεση του πληθωρισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προστέθηκε στο καλάθι ο στόχος της προώθησης της σταθερότητας των τιμών. Η προτεραιότητα που δίνεται στη σταθεροποίηση των τιμών σημαίνει επίσης στην πράξη ότι εγκαταλείπονται οι πολιτικές που στοχεύουν στη διατήρηση της πλήρους χρήσης των πόρων στην οικονομία. Σε σημείο που η δημοσιονομική πολιτική αντί να αμβλύνει τα υφεσιακά επεισόδια και την ανεργία, να τα οξύνει με την αδιάκοπη συμπίεση των εξόδων.
Οι λεγόμενες « ανεξάρτητες » κεντρικές τράπεζες, που το μόνο τους μέλημα είναι η νομισματική σταθερότητα, αποτελούν κομμάτι του προβλήματος, όχι της λύσης. Είναι ένας από τους παράγοντες που εμποδίζουν την Ευρώπη να βγει συντομότερα από την κρίση.
Το δυναμικό της Ευρώπης, ωστόσο, παραμένει άθικτο. Διαθέτει τα πάντα : ανθρώπινο ταλέντο, παραγωγικές πηγές, τεχνολογία. Νομίζω ότι πρέπει να αντλήσετε ισχυρά συμπεράσματα από αυτό : εδώ έχουμε να κάνουμε με πρόβλημα κοινωνικού συντονισμού, δηλαδή πολιτικής οικονομίας της ζήτησης ή όπως θέλει να το πει κανείς. Αντίθετα, οι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών σας και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι όλες ευνοϊκές προς το κεφάλαιο, κυρίως το χρηματοπιστωτικό, λόγος για τον οποίο οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι αντίθετες με αυτό που θα ήταν κοινωνικά ευκταίο.
Πολλοί πολίτες, οι οποίοι δέχονται το σφυροκόπημα της υποτιθέμενης οικονομικής επιστήμης και των διεθνών γραφειοκρατιών, έχουν πειστεί ότι « δεν υπάρχει εναλλακτική ». Κάνουν λάθος.