Armagideon Time - The Clash - London 1979

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΕΝΑ (ΑΝΤΙ)ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ...

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε με αφορμή την εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας με τίτλο: ‘Τοπική Συμβολική Οικονομία και Αστικοί Μετασχηματισμοί: Εξάρχεια’ στο πλαίσιο του ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική -  Σχεδιασμός του Χώρου, Κατεύθυνση : Πολεοδομία – Χωροταξία στη Σχ. Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2016.

Τι είναι Πολιτισμική Οικονομική Γεωγραφία;
Αν διαλέγαμε μια φράση, για να αποτυπώσουμε τις - μετά την κρίση του 1973 - νέες συνθήκες, σίγουρα θα ήταν η φράση του Eric Hobsbawm (2010, σ. 516): ‘Δεν ήταν η εποχή του Henry Ford αλλά της Benetton. Με αυτή τη φράση ο Hobsbawm δεν ορίζει μονάχα το νέο πρότυπο βιομηχανικής οργάνωσης και παραγωγής αλλά ορίζει μια ολόκληρη εποχή (τις Δεκαετίες της Κρίσης, όπως ονομάζει το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του ‘Η Εποχή των Άκρων’, 2010, σ. 515-551).
Πράγματι, το παράδειγμα της Benetton, ως προς την οργάνωση - ουσιαστικά την αποκέντρωση  σε υπεργολάβους - της παραγωγής, την εφοδιαστική αλυσίδα, την ραγδαία διόγκωση των κερδών της και την εξάπλωση των προϊόντων της σε όλο τον κόσμο μέσω νέων διανεμητικών/διακομιστικών προτύπων, είναι χαρακτηριστικό για την αναδιοργάνωση της παραγωγής και του καταμερισμού εργασίας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο (Berend, 2009, σσ. 382–383). Αντίστοιχα χαρακτηριστικά παραδείγματα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού είναι η Wal-Mart Stores Inc.  και η General Motors (Hobsbawm, 2010). Ήταν δηλαδή η εποχή των νέων τεχνολογιών και της άρσης των ορίων των μεταφορών/επικοινωνιών κατά την οποία η επιχείρηση (ως οικονομική οντότητα) αποκεντρώθηκε έτσι ώστε να είναι ευέλικτη ως προς τον χρόνο (just in time) σε αντιδιαστολή με το βιομηχανικό πρότυπο της Ford της παραγωγής για όταν χρειαστεί (just in case).
Ήδη πριν από το 1970 το διεθνές οικονομικό σύστημα και το μοντέλο της παραγωγικής συσσώρευσης είχε εισέλθει σε κατάσταση παρατεταμένης κρίσης. Τα εργαλεία του κεϋνσιανισμού,  ο προστατευτισμός, η κρατική ρύθμιση της αγοράς, η τόνωση της ενεργού ζήτησης και οι δημόσιες επενδύσεις, εργαλεία που υπήρξαν αποτελεσματικά κατά την μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν η λύση.  Αντιθέτως, ό,τι μεταπολεμικά αποτέλεσε το άλμα προς τα εμπρός για το διεθνές οικονομικό σύστημα και τα κράτη της αναπτυγμένης Δύσης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και με κορύφωση την πετρελαϊκή κρίση του 1973 ήταν πλέον μέρος του προβλήματος. Σε εκείνη την ιστορική καμπή, παρατηρείται μια αντιστροφή παραδείγματος.
Η λεγόμενη αποβιομηχάνιση, η διόγκωση του τριτογενή τομέα - η τριγενοποίηση και ατυποποίηση της παραγωγής δηλαδή η χαλάρωση ή/και κατάργηση των παραγωγικών κανόνων και προ παντός των εργασιακών σχέσεων - κυριάρχησε σε όλα τα κέντρα της Ευρώπης. Οι ιστορικές κοιτίδες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας εισήλθαν σε φθίνουσα τροχιά και μαζί, μια ολόκληρη κουλτούρα, διαμορφωμένη γύρω από το φορντικό εργοστάσιο. Νέοι δυναμικοί πόλοι καπιταλιστικής ανάπτυξης ξεκίνησαν να αναδύονται διαμορφώνοντας μια νέα γεωγραφική πόλωση μεταξύ ‘θυλάκων ανεργίας και περιθωριοποίησης’ και νέων ‘πετυχημένων’ τόπων (Βλάση κ.ά., 2013).
Η νέα οικονομική πραγματικότητα οδήγησε μεταξύ άλλων στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και ως εκ τούτου, η δημιουργία καταναλωτικών προτύπων ήταν sine qua non. Ήταν η τραγική κατά τον Bauman στιγμή (Bauman, 1992, σ. 50) που από την ικανοποίηση των αναγκών (κορεσμός) οδηγηθήκαμε στην απόλαυση. Η κατανάλωση έγινε απόλαυση, καθήκον του καταναλωτή αλλά σημείο διάκρισης σε κοινωνικό επίπεδο, με μέτρο τον συμβολικό συναγωνισμό. Η προσωπική ‘κατασκευή’ μέσω της κοινωνικής αναγνώρισης και της συμβολικής συμμετοχής καθιέρωσε νέες ταυτότητες και lifestyle που κυριάρχησαν.
Στην νέα αυτή κατάσταση, ο πολιτισμός αποκτά πρωταγωνιστική διάσταση προσδίδοντάς του νέους ρόλους και ιδεολογίες (Bauman, 1992, σ. 3):
‘Το χαρακτηριστικό αυτό της ιδεολογίας του πολιτισμού, δανείζει αληθοφάνεια στην υπόθεση ότι η γέννηση του ‘πολιτισμικού οράματος’ του κόσμου συνδεόταν κυρίως με την νεοαποκτηθείσα ευαισθησία στις πολιτισμικές διαφορές. Η αφήγηση αυτή βρίσκεται συχνά σε κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά κείμενα κατά την οποία η Ευρώπη, ανοίγει ξαφνικά τα μάτια της στην ποικιλία των πολιτισμικών τρόπων ζωής που πριν ήταν αφανείς, ή μη ενδιαφέροντες’ .
Ο ρόλος του πολιτισμού αποκτά τόσο κυρίαρχες διαστάσεις που μια σειρά επιστημόνων αναρωτιούνται αν η οικονομική επιστήμη είναι πλέον η μόνη αρμόδια για να ερμηνεύσει ή να προβλέψει τον κόσμο.
‘Δεν είναι ένα απομονωμένο, αμιγώς ‘οικονομικό’ σύστημα σχέσεων που παίζεται σε ένα ξεχωριστό  βασίλειο που λέγεται Οικονομόπολη, μια Disney World, με χαρακτήρες ντυμένους ως κύριος Συνολικό Κέρδος και κυρία Οριακό Κόστος που περπατούν χαρωπά, κουνώντας τα χέρια τους και γενικά προσποιούμενοι ότι δεν βιώνουν μια εντελώς κακή συγκυρία. Η Οικονομία αλληλεπιδρά όχι μόνο με τα ενδογενή στοιχεία της αλλά και με το ευρύ φάσμα των κοινωνικό-πολιτιστικών τάσεων’, (Peet, 1997).
Για τους επιστήμονες του χώρου η απομάκρυνση από τους άκαμπτους κανόνες της πολιτικής οικονομίας αλλά και της νεοκλασικής θεωρίας (Κεϋνσιανισμού) σηματοδοτεί συγχρόνως και την αμφισβήτηση και την απομάκρυνση από τις αφηγήσεις της νεωτερικότητας. Η κριτική των μεγάλων αφηγήσεων ωστόσο, δεν ήταν νέο φαινόμενο: είχαν προηγηθεί από το μεταίχμιο του 1970 κι έπειτα απόψεις για την ‘παρακμή των μεγάλων αφηγήσεων’ (Lyotard, 1984), για την δομική διαπλοκή επιστήμης – εξουσίας, για την αμφισβήτηση της αυθεντίας του θετικισμού (Foucault, 1972) για την φετιχοποίηση των εμπορευμάτων και τη μετατροπή τους σε σύμβολα που προσδίδουν νέες ταυτότητες (Baudrillard, 1968). Η έντονη και πολύ ενδιαφέρουσα επιστημονική αντιπαράθεση που έλαβε χώρα στις αρχές του 1990 μέσα από της σελίδες του περιοδικού ριζοσπαστικής γεωγραφίας ‘Antipode’ αποσαφηνίζει τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν υπέρ ή κατά της λεγόμενης ‘πολιτισμικής στροφής’ στις επιστήμες του χώρου. Γράφει τότε η Julie Graham: ‘Ο νεωτερισμός, η ομοιογένεια, ο ορθολογισμός, η μαζική παραγωγή, τα μεγάλα αφηγήματα, τα μεγάλα συγκροτήματα και οι μεγάλοι χώροι έχουν πλέον πεθάνει. Ζήτω ο μεταμοντερνισμός, ο πλουραλισμός, η εξουσία και η επιθυμία, η μικρής κλίμακας παραγωγή, τα τοπικά αφηγήματα, η εγχώρια αρχιτεκτονική και ο συγκεκριμένος τόπος’ (στο: Stevenson, 2007, σ. 98).
Η γεωγραφία στον μεταμοντερνισμό επικεντρώνει στους ενδιάμεσους χώρους, επαναφέρει την έννοια της χωρικής διαφοροποίησης, απορρίπτει την έννοια της ολότητας και επαναφέρει τις τοπικές αφηγήσεις. Ο τόπος, αποκτά κεντρικό χαρακτήρα στην ανθρωπογεωγραφική ανάλυση ενώ αποτέλεσμα και αίτιο της μετανεωτερικότητας είναι η εξάπλωση του καθεστώτος της ευέλικτης συσσώρευσης από τον διεθνή χώρο ως τους μικρούς τοπικούς θύλακες (Λεοντίδου, 2011, σσ. 220–223).
‘αν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα οι σπουδές του χώρου καθοδηγούνταν από τα ουτοπικά οράματα για την επίτευξη μια καλύτερης κοινωνίας μέσα από τον μετασχηματισμό της πόλης, οι νέες πολιτισμικές προσεγγίσεις υπήρξαν αποφασιστικά αντιουτοπικές: αρθρώνονταν γύρω από τις (θετικές) έννοιες του αστικού χάους και της διαφορετικότητας και προωθούσαν την διερεύνηση της πόλης όπως ακριβώς είναι και όχι όπως θα μπορούσε να είναι’  (Stevenson, 2007).
Η παγκοσμιοποίηση, η επιχειρηματική πόλη και η συμβολική οικονομία
 Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, οι μεταβολές στον διεθνή καταμερισμό κεφαλαίου και εργασίας, το πέρασμα από την βιομηχανική παραγωγή στην οικονομία της πληροφορίας και των υπηρεσιών, η αύξηση των μεταναστευτικών ροών σε ένα διεθνές πλαίσιο ανισοτήτων, οδήγησαν στην περιθωριοποίηση της έννοιας της έθνους-κράτους και την συνακόλουθη αύξηση της αυτονομίας και σημασίας επιμέρους περιοχών και πόλεων που αναδείχθηκαν σε οικονομικές, ανταγωνιστικές οντότητες. Αυτές δηλαδή, που η S. Sassen (Sassen, 1991) χαρακτηρίζει ως παγκόσμιες πόλεις. Το Λονδίνο, η Ν. Υόρκη, η Σιγκαπούρη, το Τόκιο δεν χαρακτηρίζονται μόνο από το μέγεθός τους σε γεωγραφικό ή πληθυσμιακό επίπεδο αλλά παράλληλα αποτελούν κέντρα εντολών και αποφάσεων, κυρίαρχους χωρικούς άξονες  και βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ τοπικού και περιφερειακού (Sassen, 2011, σ. 154).
 ‘Δεν είναι μόνο η μετακίνηση του κεφαλαίου που πραγματοποιείται σε αυτό το παγκόσμιο δίκτυο, αλλά και των ανθρώπων, τόσο των πλούσιων (π.χ. το νέο διεθνικό στελεχιακό δυναμικό) όσο και των φτωχών (οι περισσότεροι μετανάστες εργάτες)- ταυτόχρονα αποτελεί και χώρο όπου μετακινούνται οι πολιτισμικές μορφές ή επανεδαφικοποιούνται οι ‘τοπικές’ υποκουλτούρες’ (Sassen, 2011).
 Η στροφή των πόλεων και τις περιφερειών από την παραγωγή στην κατανάλωση, την ψυχαγωγία, τον τουρισμό και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες με στόχο να προσελκύσουν επενδύσεις, θα εξασφάλιζε τη βιωσιμότητά τους απέναντι στον παγκόσμιο ανταγωνιστικό στίβο των πόλεων (Stevenson, 2007, σ. 156). Οι ‘μηχανές ανάπτυξης των πόλεων’ αποτελούμενες από τοπικά συμβούλια, εθνικά ή/και υπερεθνικά κέντρα εξουσίας σε συνεργασία με ιδιωτικούς φορείς  πήραν μπροστά ώστε να ανακαλύψουν ή να δημιουργήσουν την μονοπωλιακή πρόσοδο της γης (δομημένης ή μη), έτσι ώστε να διακριθούν από άλλες ανταγωνιστικές πόλεις και να προσελκύσουν μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες επενδύσεις (Harvey, 2013, σ. 188-192).
Στην διαδικασία αυτή η πόλη εμπορευματοποιείται και οι μηχανισμοί προώθησης της πώλησης επιχειρούν να αναδείξουν την ορατότητά της και τα σημεία διάκρισής της. Εκτός από τις μέγα υποδομές, τα λιμάνια, τα δίκτυα μεταφορών, τις συμπράξεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τον δημόσιο χώρο, κατασκευάζονται κτίρια γραφείων, εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα ενώ για την τόνωση της ανάδειξης της τοπικότητας και της ιστορικότητας ‘ανακυκλώνονται’ βιομηχανικά κτίρια και απαξιωμένες βιομηχανικές υποδομές, διανοίγονται αρχαιολογικοί περίπατοι, διοργανώνονται μεγάλης ή μικρότερης κλίμακας πολιτιστικά γεγονότα (events) όπως Ολυμπιακοί Αγώνες, διεθνή φεστιβάλ, διεθνείς εκθέσεις κλπ. (Stevenson, 2007, σ. 158; Λεοντίδου, 2011, σ. 227; Λουκαΐτου Σιδέρη, σσ. 55–56). Στο πλαίσιο αυτό, ειδικά χαρακτηριστικά και ‘θραύσματα μνήμης’ των πόλεων προβάλλονται επιλεκτικά έτσι ώστε να προσελκύσουν επενδύσεις, διεθνή γεγονότα και δραστηριότητες. Στην διαδικασία ‘καλλωπισμού’ της πόλης από την μια και της ‘έκτακτης κατάστασης’ για προσέλκυση επενδύσεων από την άλλη, εγκαταλείπεται σε μεγάλο βαθμό ο στρατηγικός σχεδιασμός και δίνει την θέση του σε σημειακές και επιλεκτικές επεμβάσεις, προκειμένου να εγκαταστήσουν νέες, ελκυστικές ‘ταυτότητες του τόπου’ (Βαΐου & Χατζημιχάλης, 2012, σσ. 177–179).  Αναπόσπαστο μέρος αυτής της στρατηγικής εντάσσεται και το place branding -  marketing.
Η υψηλή ιεράρχηση του πολιτισμού στην στρατηγική ανάπτυξη των πόλεων συνδέεται στενά με  την μετατροπή των τοπικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών σε εργαλεία οικονομικής ανάπτυξης. Η διαφορετικότητα των διάφορων τόπων σε συμβολικό επίπεδο αναδεικνύει συχνά τον πολιτιστικό σχεδιασμό ως έναν νέο τρόπο προσέγγισης του ίδιου του πολεοδομικού σχεδιασμού (Stevenson, 2007, σσ. 166–167).
 ‘τα κέντρα λήψης αποφάσεων θα πρέπει κατηγορηματικά και συνειδητά να αναγάγουν τις πολιτικές του πολιτισμού σε συστατικό στοιχείο κάθε αναπτυξιακής στρατηγικής για την πόλη. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια του ‘πολιτιστικού σχεδιασμού’ εφόσον ενσωματωθεί και κυριαρχήσει σε κάθε αναπτυξιακή στρατηγική, […] μπορεί να γίνει ένα πολύτιμο εργαλείο των κέντρων λήψης αποφάσεων’ (Bianchini, 1991, σ. 26)
Πράγματι, οι πολιτισμικές μορφές και τα νοήματα έγιναν κυρίαρχα στοιχεία της παραγωγικής στρατηγικής (Scott, 1997, σ. 323) ενώ υποστηρίχθηκε ότι οι πολιτιστικές βιομηχανίες ανθούν στην μεταφορντική εποχή διότι πραγματώνουν ακριβώς την σχέση μεταξύ του παγκόσμιου και του τοπικού (Lash & Urry, 1994). O πολιτισμός θεωρείται το μαγικό υποκατάστατο για όλα τα εργοστάσια και τις αποθήκες που χάθηκαν, ο μηχανισμός που θα δημιουργήσει νέες αστικές εικόνες κάνοντας την πόλη πιο ελκυστική (Hall, 2000, σ. 640).
Η Sh. Zukin στο βιβλίο της, “The cultures of cities” (1995 σ. 2) περιγράφει ότι ‘με την οικονομική παρακμή και εξαφάνιση των μεταποιητικών επιχειρήσεων, ο πολιτισμός γίνεται ολοένα και περισσότερο η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα των πόλεων, ο βασικός πόρος τουριστικής ανάπτυξης και η κρίσιμη ανταγωνιστική αιχμή των πόλεων. Η μεγέθυνση της πολιτιστικής κατανάλωσης και των σχετικών ‘βιομηχανιών’ τονώνουν την συμβολική οικονομία της πόλης και την ικανότητά της να παράγει και νέα σύμβολα και νέους χώρους’. Η έννοια της Συμβολικής Οικονομίας (Zukin, 1195) περιγράφει τα ‘δύο παράλληλα συστήματα παραγωγής […]: την παραγωγή του χώρου, με την συνέργεια επένδυσης κεφαλαίου και πολιτισμικών νοημάτων και την παραγωγή συμβόλων, η οποία κατασκευάζει αμφότερα ένα μέσο εμπορικής ανταλλαγής και μια γλώσσα κοινωνικής ταυτότητας’. Το συμβολικό κεφάλαιο εντάσσεται στις γενικές στρατηγικές αστικής και περιφερειακής ανάπτυξης και έχει την δύναμη να διαμορφώνει ειδικά σημάδια διάκρισης των πόλεων ώστε να γίνονται πιο ελκυστικές στις ροές κεφαλαίου. Στην ίδια συζήτηση εντάσσονται και οι αναλύσεις για τη ‘Δημιουργική Πόλη’ ως η πόλη εκείνη που επιδεικνύει το τα προαπαιτούμενα των ‘3Τ’ – Technology, Talent, Tolerance (Τεχνολογία, Ταλέντο, Ανεκτικότητα) ως εκείνες τις προϋποθέσεις που προσελκύουν την ‘Δημιουργική Τάξη’ και ως εκ τούτου την οικονομική ανάπτυξη (Florida, 2012)
Η Περίπτωση της Αθήνας
Για τον Ευρωπαϊκό Νότο οι άτυπες μορφές παραγωγής και εργασίας δεν ήταν καινούριο φαινόμενο. Για την ακρίβεια, ο Ευρωπαϊκός Νότος απείχε αρκετά από το δομημένο παραγωγικό και χωρικό περιβάλλον της Βόρειας Ευρώπης. Συνεπώς, οι μεταλλαγές που συντελέστηκαν στην Β. Ευρώπη και η μετάβαση σε μια ‘μη κανονική’ κατάσταση ήταν εν πολλοίς γνωστές για τις πόλεις και τις περιφέρειες του Νότου. Κατά κανόνα ωστόσο, από την οπτική της άσκησης πολιτικής οι περιφέρειες αυτές νοούνται ως ‘απόκλιση’ από το μονοσήμαντο πρότυπο ανάπτυξης των βόρειο-κεντρικών ευρωπαϊκών πόλεων, ενώ στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια διαφορετική εκδοχή της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης (Βαΐου & Χατζημιχάλης, 1997, σσ . 11–18).
Στην περίπτωση της Ελλάδας η άτυπη οικονομία δεν αποτελεί με την σειρά της πλευρά της ‘νέας κατάστασης’. Αντιθέτως, ανιχνεύεται από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όμως στις σημερινές συνθήκες αποκτά νέες μορφές και κλίμακες. Η φοροδιαφυγή, η πολυ-απασχόληση, η μερικώς αμειβόμενη εργασία, η εκμετάλλευση γυναικών και μεταναστών οι άτυπες δηλαδή μορφές απασχόλησης αποτελούν τον κανόνα της σύγχρονης ελληνικής περιφέρειας.
Στην περίπτωση της Αθήνας, τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα. Η ‘αποκέντρωση’ του 1980-1990 από την μία και από την άλλη η αποβιομηχάνιση, τα μεγάλα πολυκαταστήματα, η συγκεντροποίηση του εμπορίου αλλά και γενικότερα οι επιρροές από βιομηχανικά προϊόντα της ‘Δύσης’ άλλαξαν το τοπίο και του εμπορίου-υπηρεσιών στο κέντρο της Αθήνας με αποτέλεσμα χαρακτηριστικές ‘πιάτσες’ της Αθήνας (Ψυρρή-βιοτεχνία, Γεράνι-τυπογραφεία, Ευρυππίδου-τρόφιμα/μπαχαρικά) να αλλάξουν φυσιογνωμία. Η ‘έξοδος’ των Αθηναίων προς τα προάστια άφησαν ένα πολύ μεγάλο παλιό και εν πολλοίς απαξιωμένο οικιστικό απόθεμα που καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους μετανάστες  που εισήλθαν μαζικά εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, για πολλούς και περίπλοκους λόγους τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια τάση ‘επανακατοίκησης’ του κέντρου από νέους κυρίως που προέρχονται από τα προάστια και έλκονται από τα φθηνά ενοίκια, την ‘αυθεντικότητα’ που προσφέρει το κέντρο της Αθήνας αλλά και την ποιοτική διασκέδαση του στις ‘καλές γειτονιές’ του (Αλεξανδρή, 2013; Σουλιώτης, 2009).
Πέραν τούτου όμως, η Αθήνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πόλος ‘συμβολικής οικονομίας’ διατηρώντας αρκετές ιδιαιτερότητες συγκριτικά με αντίστοιχα ευρωπαϊκά παραδείγματα. Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας προστατεύτηκε θεσμικά και σε συνδυασμό με την παραδοσιακή λειτουργία του ως χώρου συγκέντρωσης πολιτιστικών υποδομών διατήρησε μια μικρής σχετικά κλίμακας πολιτιστικής δραστηριότητας. Επίσης, για ιστορικούς κυρίως λόγους, το κέντρο της Αθήνας προσέλκυε κοινό με ‘εναλλακτικές’ προτιμήσεις (Σουλιώτης, 2009).
Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της αθηναϊκής συμβολικής οικονομίας, οι ‘δημιουργικοί’ δρώντες της πόλης είναι μάλλον ‘ατυπικοί’ σε σχέση με εκείνους στους οποίους επικεντρώνεται η διεθνής συζήτηση. Στην Αθήνα η λεγόμενη ‘δημιουργική’ τάξη, είναι λιγότερο κινητική και κοσμοπολίτικη και λιγότερο συνδεδεμένη με τον κόσμο των μεγάλων επιχειρήσεων. Η θεσμική διαφύλαξη του ‘ιστορικού κέντρου’ και η ιστορικά προσδιορισμένη μικροϊδιοκτησία ευνόησαν τους μικρούς επιχειρηματίες της διασκέδασης, τους θεατρικούς θιάσους κλπ σε αντίθεση με το προφίλ των επενδυτών στην περιφέρεια της πόλης, που οι επενδύσεις αφορούν κυρίως σε malls, πάρκα αναψυχής, μεγάλους κινηματογραφικούς χώρους multiplex και διεθνείς αλυσίδες χώρων εστίασης (Σουλιώτης, 2009; 2013).
Μελετώντας την περίπτωση των Εξαρχείων στο πλαίσιο αυτό, διακρίνονται κάποια ειδικά χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν σε σχέση με άλλες περιοχές  (Γκάζι, Μεταξουργείο, Ψυρρή) που αποτελούν σύγχρονους πολιτιστικούς πόλους του ιστορικού κέντρου με αρνητικές επιπτώσεις για τον χώρο και τους κατοίκους του κυρίως ως πλευρά του gentrification. Τα Εξάρχεια έχουν γίνει πολλές φορές πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ενώ τους έχουν αποδοθεί ποικίλοι χαρακτηρισμοί (άβατο, γιάφκα κ.ά), κυρίως ως προς την έντονη συγκέντρωση νεολαίας και ως πόλος πολιτικής δραστηριοποίησης. Αδιαμφισβήτητα, η περιοχή των Εξαρχείων κατέχει μια πολιτική παράδοση των αριστερών και αναρχικών κινημάτων. Παράλληλα όμως και σε συνάρτηση με την πολιτική αυτή δραστηριότητα, τα Εξάρχεια αποτελούν και σήμερα, ένα σημείο συγκέντρωσης δραστηριοτήτων πολιτισμού και ψυχαγωγίας, παρότι τα τελευταία χρόνια οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι εμφανίζονται όλο και συχνότερα φαινόμενα εκφυλισμού και παρακμής που ‘απειλούν’ την αυθεντικότητα τους.
Μια σειρά χαρακτηριστικών (Δεμερτζή, 2016) συντελούν ώστε τα Εξάρχεια να ιδωθούν ως  θύλακας δημιουργικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων που αφενός τους προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και φυσιογνωμία και αφετέρου αναδεικνύουν μια αυτάρκη, αυτοτελή συνοικία που συνδυάζει όλες τις χρήσεις και κρατά ζωντανή την τοπική οικονομία της μέσω των ιστορικών και παραδοσιακών συμβολισμών της:
  • ιστορικά χαρακτηριστικά – παράδοση δραστηριοτήτων
  • μίξη πολλών και διαφορετικών χρήσεων
  • συνύπαρξη ηλικιακών ομάδων
  • κοινωνική δομή και συνύπαρξη κοινωνικών ιδιοτήτων
  • γειτνίαση με συμβολικά τοπόσημα (πανεπιστήμια – πολιτιστικούς χώρους)
  • γειτνίαση με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας
  • ανεκτικότητα
  • διαδραστικότητα με τον χώρο – αμφίδρομη σχέση επιρροής και αλληλοτροφοδότησης
  • οικειοποίηση του χώρου
  • κοινωνικά δίκτυα
Στα όρια της γειτονιάς των Εξαρχείων, κυριαρχούν δημιουργικά επαγγέλματα και πολιτιστικές δραστηριότητες και μάλιστα σε ποσοστά αρκετά υψηλότερα από αυτά της υπόλοιπης Αθήνας αλλά και της Ελλάδας. Τα Εξάρχεια δικαίως χαρακτηρίζονται ως ένας θύλακας βιβλίου καθώς  δραστηριοποιούνται περίπου 300 επιχειρήσεις σχετικές με το βιβλίο (εκδοτικοί οίκοι, τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία). Επίσης, σημαντική είναι η παρουσία των δραστηριοτήτων σχετικών με τη φωτογραφία και τα φιλμ αλλά και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ειδικά για την καλλιτεχνική δημιουργία εν γένει θα πρέπει να αναφερθεί ότι λαμβάνουν χώρο πολλές δραστηριότητες μη επαγγελματικές – ερασιτεχνικές ή άτυπες, που δεν καταγράφονται στα επίσημα στοιχεία.
Οι τάσεις άτυπης οικονομίας, η αντίσταση στις πολεοδομικές ρυθμίσεις (όπως συνέβη το 1985), τα μικρομάγαζα, η κατ’ οίκον εργασία (πολλές ατομικές επιχειρήσεις), η μίξη των χρήσεων με την κατοικία και ταυτόχρονα η έντονη παρουσία της παράδοσης και της ιστορικής μνήμης, θα μπορούσαν κάλλιστα να συνθέτουν ένα κλασικό μετα-φορντικό αστικό τοπίο (Λεοντίδου, 2011, σσ. 224–226). Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη κατά την ανάδυση της μετανεωτερικότητας –τα Εξάρχεια ήταν λίγο-πολύ πάντα έτσι. Δεν επανανακαλύφθηκε η παράδοση, ούτε στράφηκε το ενδιαφέρον στον πολιτισμό και την δημιουργία τα τελευταία χρόνια. Τα Εξάρχεια - πάντα με τις αντιφάσεις τους - αποτελούσαν πάντα έναν πυρήνα πολιτισμού και καλλιτεχνικού πειραματισμού διαρκώς εμποτισμένου από έντονη πολιτική χροιά που αποτελούσε και την βασική δυναμική ύπαρξης και ανάπτυξης της περιοχής. Με λίγα λόγια τα Εξάρχεια, αποτελούσαν μια τοπικότητα αυθεντική πολύ πριν υμνηθούν οι τοπικότητες στην εποχή της μετανεωτερικότητας.
Bauman, Z., 1992. Intimations of postmodernity. Routledge, London; New York.Berend, I., 2009. Οικονομική ιστορία του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα. Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δάρδανος, Αθήνα.
Florida, R.L., 2012. The rise of the creative class revisited. Basic Books, New York.
Hall, P., 2000. Creative cities and economic development. Urban Stud. 37, 639–649.
Harvey, D., 1990. Flexible Accumulation through Urbanization Reflections on “Post-Modernism” in the American City. Perspecta 26, 251–272. doi:10.2307/1567167
Harvey, D., 2013. Εξεγερμένες Πόλεις. ΚΨΜ, Αθήνα.
Harvey, D., 2007. Η Κατάσταση Μετανεωτερικότητας. Μεταίχμιο, Αθήνα.
HobsbawmE.J., 2010. H Εποχή των άκρων : ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, 2η έκδ., αναθ. ed, Ιστορική βιβλιοθήκη. Θεμέλιο, Αθήνα.
Lash, S., Urry, J., 1994. Economies of signs and space. Sage, London; Thousand Oaks, Calif.
SassenS., 2011. Κοινωνιολογία της Παγκοσμιοποίησης. Μεταίχμιο, Αθήνα.
Sassen, S., 1991. The global city: New York, London, Tokyo. Princeton University Press, Princeton, N.J.
Scott, A.J., 1997. The Cultural Economy of Cities. Int. J. Urban Reg. Res. 21, 323–339. doi:10.1111/1468-2427.00075
SmithP., 2006. Πολιτισμική θεωρία : μια εισαγωγή, Επιστημονική βιβλιοθήκη. Κριτική, Αθήνα.
StevensonD., 2007. Πόλεις και Αστικοί Πολιτισμοί. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.
Zukin, S., 1995. The cultures of cities. Blackwell, Cambridge, MA.
Αλεξανδρή, Γ., 2013. Χωρικές και Κοινωνικές Μεταβολές στο κέντρο της Αθήνας: η περίπτωση του Μεταξουργείου (Διδακτορική Διατριβή). Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα.
Βαΐου, Ν., Χατζημιχάλης, Κ., 1997. Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς : πόλεις, περιφέρειες και άτυπη εργασία. Εξάντας, Αθήνα.
Βαΐου, Ν., Χατζημιχάλης, Κ., 2012. Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη. Νήσος, Αθήνα.
Βλάση, Α., Δεμερτζή, Α., Θεοδωράκη, Σ., Ιωάννου, Α., Καραγκιοζίδου, Ε., Νάσης, Κ., Παπατζανή, Ε., Χούπας, Δ., 2013.      Πόλη-Πολιτικό: Κυρίαρχος Λόγος και Πρακτικές στην  Συγκυρία της Κρίσης, in: Μεταβολές και Ανασημασιοδοτήσεις του Χώρου στην Ελλάδα της Κρίσης. Presented at the Μεταβολές και ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Βόλος, pp. 59–66.
Δεμερτζή, Α., 2016. Τοπική Συμβολική Οικονομία και Αστικοί Μετασχηματισμοί: Εξάρχεια, Διπλωματική Εργασία, ΕΜΠ, Αθήνα
Λεοντίδου, Λ., 2011. Αγεωγράφητος Χώρα. Προπομπός, Αθήνα.
Λουκαΐτου Σιδέρη, Α., 2006. Πολιτιστικά Τοπία και Πολιτιστικές Στρατηγικές: Η Αμερικάνικη Εμπειρία, in: Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη. Κριτική, Αθήνα.
Σουλιώτης, Ν., 2013. Συμβολική οικονομία στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας: αποτίμηση και       προοπτικές για μια νέα αστική πολιτική, in: Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα.     ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ & ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ,           Αθήνα, pp. 91–117.
Σουλιώτης, Ν., 2009. Διεύρυνση του κοινού, εκλέπτυνση των διακρίσεων: κοινωνική κατασκευή της ζήτησης στην αθηναϊκή συμβολική οικονομία από τα μέσα της δεκαετίας του 70 ως σήμερα, in: Χατζηγιάννη, Α. (Ed.), Κοινωνικοί και Χωρικοί Μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα. Ε.Κ.Κ.Ε., Αθήνα, pp. 279–320.     

Στο 1% του πληθυσμού το 47% του πλούτου…

Αποτέλεσμα εικόνας για παγκοσμιος πλουτος


  Πριν από λίγες μέρες το «Boston Conculting Group» έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεση για τον παγκόσμιο πλούτο όπως αυτός διαμορφώθηκε το 2015.
    Για μια ακόμα χρονιά – και σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που βυθίζει στην ανέχεια και την ανασφάλεια τον πλανήτη – τα στοιχεία είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτικά:
1)   Ο παγκόσμιος πλούτος αυξήθηκε κατά 5,2% έναντι του 2014, αύξηση που ήρθε να προστεθεί σε εκείνη ύψους 7,5% που καταμετρήθηκε την προηγούμενη χρονιά έναντι του 2013.
2)   Ειδικά στην Ευρώπη, δηλαδή στην ΕΕ των Μνημονίων και της απηνούς λιτότητας και ενώ η αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ περιορίστηκε στο 1,7%, η αύξηση του πλούτου καταμετρήθηκε σχεδόν τριπλάσια και ανήλθε στο 4,3%.
3)   Ο παγκόσμιος πλούτος – πλην ακινήτων - από 148,4 τρισ. δολάρια το 2013 και από 159,5 τρισ. δολάρια το 2014 ανήλθε στα 167,8 τρισ. δολάρια το 2015 ενώ εκτιμάται ότι το 2020 θα έχει αγγίξει τα 225 τρισ. δολάρια.
4)   Οι εκατομμυριούχοι του πλανήτη που δεν ξεπερνούν το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού αυξήθηκαν κατά 6% και κατέχουν πλέον το 47% του παγκόσμιου πλούτου ενώ με τα σημερινά οικονομικά και πολιτικά δεδομένα εκτιμάται ότι το 2020 θα κατέχουν πάνω από το 50% του συνολικού παγκόσμιου πλούτου.
5)   Οι πιο… Κροίσοι από αυτούς τους Κροίσους είχαν ακόμα καλύτερες επιδόσεις καθώς είδαν τα πλούτη τους να αυξάνονται με ρυθμό μεγαλύτερο του 10%
     Και κάτι ακόμα: Σύμφωνα με την έκθεση, οι λεγόμενοι φορολογικοί παράδεισοι… χαίρουν άκρας υγείας. Παρά τα θρυλούμενα για τα «μέτρα» που λαμβάνουν κράτη, κυβερνήσεις και οργανισμοί ενάντια στην φοροαποφυγή, την φοροδιαφυγή και τον… εκδημοκρατισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα πλούτη που παραμένουν σταθμευμένα εκεί ανήλθαν στα 10 τρισ. δολάρια και παρουσίασαν αύξηση 3% σε ένα χρόνο.
    Για τα προηγούμενα υπάρχουν δυο εκδοχές:
    Η μια εκδοχή ισχυρίζεται ότι αυτό το φαινόμενο, το 1% του πληθυσμού να κατέχει το 47% του παγκόσμιου πλούτου, εξελίσσεται σε ένα σύστημα που όσοι δεν θέλουν να το αποκαλούν με το όνομά του - καπιταλισμό, το βαφτίζουν σύστημα της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και των «ευκαιριών», που παρά τις αδικίες που το συνοδεύουν βρίσκεται κοντύτερα από κάθε άλλο στην φύση του ανθρώπου.
    Η άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα σύστημα ταξικής βαρβαρότητας και κοινωνικού κανιβαλισμού που κανοναρχείται από την αρχή ότι«το κεφάλαιο γεννιέται βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια στο αίμα και στη βρωμιά στάζοντας αίμα απ' όλους τους πόρους» (Καρλ Μαρξ «Κεφάλαιο», τόμος Α', σελίδα 785).
    Κατά την πρώτη εκδοχή αυτό το σύστημα - όπου όσο μεγαλώνει η δυστυχία δισεκατομμυρίων ανθρώπων τόσο αυξάνεται η περιουσία μιας χούφτας δισεκατομμυριούχων - μπορεί με κατάλληλες παρεμβάσεις να γίνει… καλύτερο. 
    Κατά τη δεύτερη εκδοχή η μόνη «βελτίωση», η μόνη «καλυτέρευση» και ο μόνος «εξανθρωπισμός» που παίρνει αυτό το σύστημα είναι η ανατροπήτου, ησυντριβήτου και η οικοδόμηση ενός άλλου.
    Τι είδους θα είναι και πρέπει να είναι αυτό το «άλλο»; Τέτοιο όπου η χλιδή των λίγων δεν θα προκύπτει από την φτώχεια των πολλών, αλλά που ο πλούτος από τη δουλειά, τη δημιουργικότητα, τα ταλέντα, τις ικανότητες των πολλών θα ακυρώνει και θα καταργεί τη φτώχεια όλων.
    Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό; Η’ είμαστε καταδικασμένοι να θεωρούμε«ελευθερία» ένα καθεστώς όπου «το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει λιγότερο από το 1% του συνολικού πλούτου» όταν«στον αντίποδα το πλουσιότερο 10% κατέχει το 87% του παγκόσμιου πλούτου» (από την αντίστοιχη έρευνα της «Credit Suisse», 2014) ;
    «Είναι»,απαντούν οι κομμουνιστές. Με την προϋπόθεση ότι η πολιτική και η οικονομική εξουσία θα περάσει στα χέρια των πολλών.
    Αλλά δεν χρειάζεται να είναι κανείς κομμουνιστής για να το αντιληφθεί αυτό. Τα λόγια του Μπαλζάκ,που δεν ήταν... κομμουνιστής, που γεννήθηκε πολύ πριν από τον Μαρξ και τον Λένιν, παρότι ήταν αριστοκράτης και συντηρητικός, το περιγράφουν περίφημα:«Όταν η μάζα των φτωχών γίνει πιο ισχυρή από τη μάζα των πλουσίων, η κοινωνία- έλεγε -θα χτιστεί σε άλλη βάση».   

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ντάριο Φο...Δεν πληρώνω δεν πληρώνω





Από την εκπομπή "Το θέατρο της Δευτέρας''.
Παίζουν με τη σειρά που εμφανίζονται Έλλη Φωτίου, Χριστίνα Στόγια, Στέφανος Ληναίος, Σταύρος Ξενίδης, Δημήτρης Πετράτος, Ζαφείρης Γαλάνης, Γιώργος Καρμάτης.
Σκηνοθεσία Στέφανος Ληναίος.