Armagideon Time - The Clash - London 1979

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974): Μια επισκόπηση [*]


  Όπως αναφέρεται και στο παρακάτω κείμενο, «το παρών άρθρο αποτελεί προσαρμοσμένη μορφή της περίληψης της έρευνας η οποία έγινε για λογαριασμό του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου με σκοπό της πληροφόρησης του βασικών δεδομένων σε σχέση με την περίοδο της χούντας».
  Η αφορμή για την μετάφραση και δημοσίευσή του είναι οι πρόσφατες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις οι οποίες εκτός οτι οδηγούν στον εκφασισμό της κοινωνίας τείνουν επίσης να αγιοποιούν καθεστώτα όπως η δικτατορία του Μεταξά και η επταετία της χούντας.
  Το παρακάτω κείμενο παρότι δημοσιεύεται πρώτη φορά το 1975 απαντά και καταρίπτει με καθαρό τρόπο μια σειρά απο επιχειρήματα τα οποία εκφράζονται από τον ακροδεξιό - φασιστικό - εθνικοσοσιαλιστικό χώρο σχετικά με την περίοδο της χούντας.
  

Πηγή: Journal of the Hellenic Diaspora Vol 2 (1975)
Permanent URL: http://hdl.handle.net/10066/4929 

Κατά την δεκαετία προ της δικτατορίας η ελληνική οικονομία, ιδίως στη νομισματική συγκρότησή της, ήταν σε γενικές γραμμές υγιής. Μεταξύ των ετών 1961 και 1966, το ΑΕΠ της Ελλάδος αυξανόταν με σταθερό ποσοστό της τάξης του 7% το χρόνο ενώ το κατά κεφαλήν εγχώριο προϊόν αυξανόταν κάθε χρόνο κατά 6,3%, με σταθερές τιμές του 1958. Η βιομηχανική παραγωγή επίσης αυξανόταν κατά 9% το χρόνο ενώ η ετήσια αύξηση των τιμών ήταν μόλις της τάξης του 3%. Παρόλη την νομισματική σταθερότητα, υπήρχαν όμως δομικές ελλείψεις οι οποίες μπορούσαν να υπονομευόσουν την όποια μακροπρόθεσμη σταθερότητα και ανάπτυξη της οικονομίας. Για παράδειγμα, με σκοπό να επιτευχθεί νομισματική σταθερότητα, η δεξιά κυβέρνηση του Καραμανλή διατηρούσε τους μισθούς και μεροκάματα σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η κυβέρνηση είχε επίσης επικεντρώσει τις επενδύσεις τις σε λιγότερο παραγωγικά εγχειρήματα υποδομής, όπως, για παράδειγμα, δρόμοι, εξηλεκτρισμός, τουρισμός και βιομηχανία. Επιπροσθέτως, μολονότι της προσοχής που διδόταν στην βιομηχανία, η ανάπτυξη της δεν ήταν ουσιαστική. Οι παραπάνω ανεπάρκειες δημιούργησαν ανεργία καθώς και αύξησαν τα ποσοστά της μετανάστευσης. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η ανεργία ήταν κατά κάτι μειωμένη ως αποτέλεσμα της εισόδου ξένων κεφαλαίων ως πρόσχημα για εισαγωγή νέων τεχνολογιών και διοικητικών μεθόδων. Παρόλα αυτά, η παραπάνω πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τις προστριβές του παλατιού με εγχώρια αλλά και ξένα μονοπώλια με τραγικά αποτελέσματα.
Παρότι η χούντα του 1967 διατήρησε τα ποσοστά ανάπτυξης και εργασίας, τα οποία είχαν ήδη διαμορφωθεί προ της δικτατορίας, η επεκτεινόμενη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της, ιδίως σε «μη παραγωγικούς» τομείς της οικονομίας ανέτρεψε την προϋπάρχουσα νομισματική σταθερότητα και προξένησε έντονο πληθωρισμό, όμοιο αυτού της μεταπολεμικής περιόδου. Η αποτυχία της χούντας του 1967 είναι ακόμα περισσότερο εμφανής στον αγροτικό τομέα ο οποίος απασχολεί το 44% του εργαζόμενου ελληνικού πληθυσμού. Αντί της πενταετούς πρόβλεψης του καθεστώτος για 5,2% πραγματικής ανάπτυξης, η αγροτική οικονομία αναπτύχτηκε κατά μόλις 1,8% στην περίοδο 1967-1974, σε αντίθεση του 4.2% κατά την περίοδο 1963-1966. Για πρώτη φορά κατά αυτήν την περίοδο η Ελλάδα γνώρισε αποδιοργάνωση στην παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων όπως σταφίδα, μήλα, σουλτανίνα, ελιές, βερίκοκα και λοιπά. Επίσης, το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα έπεσε από το 55% το 1970 στο 43% του μέσου κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος του 1970. Η συρρίκνωση του αγροτικού τομέα ήταν αποτέλεσμα της ακολουθούμενης αγροτικής πολιτικής του καθεστώτος η οποία προέβλεπε μειώσεις στις επιδοτήσεις, δραστικό έλεγχο τιμών στα αγροτικά προϊόντα, και είχε ως αποτέλεσμα την συρρίκνωση των επενδύσεων στον ιδιωτικό αλλά και δημόσιο τομέα της αγροτικής οικονομίας. Η κατάσταση της αγροτικής οικονομίας κατά την περίοδο της χούντας όχι μόνο συνεισέφερε στον εκπατρισμό αγροτών και εργατών σε χώρες του εξωτερικού, κάτι το οποίο ανάγκασε τον Παπαδόπουλο να εισάγει φθηνό εργατικό δυναμικό από την Αφρική, αλλά και οδήγησε και σε μια άνευ προηγουμένου ανάγκη για εισαγωγή αγροτικών προϊόντων, συνεισφέροντας στο πρόβλημα του ισοσκελισμού του εμπορίου.
Η πολυσυζητημένη, από τη Χούντα, ανάπτυξη στη βιομηχανία φαίνετε ότι δεν υπήρξε παρά μια ψευδαίσθηση. Πρώτον, μια τέτοια ανάπτυξη ήταν τραγικά άνιση με κάποιες σημαντικές βιομηχανίες να παραμένουν στάσιμες είτε να παράγουν ελάχιστα. Δεύτερον, η ανάπτυξη των τομέων της μεταλλουργίας, μεταφορών, χημείας και ηλεκτρικών υποδομών είχαν περιοριστεί στα χέρια λίγων βιομηχάνων οι οποίοι ανήκαν σε εγχώρια ή ξένα μονοπώλια φιλικά προσκείμενα προς το καθεστώς, όπως οι Ωνάσης, Παππάς και Νιάρχος. Οι βιομηχανίες τους είχαν το ελεύθερο να εξάγουν προϊόντα και κέρδη καθώς επίσης ευνοούνταν με γενναιόδωρες παροχές όπως για παράδειγμα φθηνό συνάλλαγμα, φορολογικά προνόμια, εισαγωγή μηχανημάτων χωρίς δασμούς, φθηνό εργατικό δυναμικό κ.α. Οι ασύμμετρες παροχές είχαν ως αποτέλεσμα την ανισότητα κερδών μεταξύ των μεγάλων και μικρών βιομηχάνων και βιοτεχνών και συνεπώς τη διάνοιξη του χάσματος μεταξύ των ευνοημένων και μη ευνοημένων ομάδων της ελληνικής κοινωνίας.
Με μια σειρά συνταγματικά κατοχυρωμένων νόμων, όπως ο 89/1967 και 378/1968, το καθεστώς παρείχε απαλλαγή από δασμούς και άλλες επιχορηγήσεις στην ναυτιλία, βιομηχανία, εμπορικά και τουριστικά εγχειρήματα, ιδίως σε αυτά που ελέγχονταν από ξένες επιχειρήσεις. Παρά των παραπάνω προνομίων, τα φορολογικά έσοδα από τις ναυτιλιακές εταιρείες μειώθηκαν από 109 εκατομμύρια δραχμές το 1968 σε 29 εκατομμύρια το 1972, περίοδο κατά την οποία ο ελληνικός στόλος αυξήθηκε κατά 16,7 εκατομμύρια τόνους. Επιπροσθέτως και κάτω από ορισμένες συνθήκες, ο τουρισμός, η μεταλλουργία και άλλες βιομηχανίες αφέθηκαν στο να ελαττώσουν τα έξοδα τους για συνεισφορά προς την δημόσια ασφάλεια με το νομικό διάταγμα 1078/1971. Παρότι, κάτω από διαφορετικές συνθήκες τα κίνητρα που δόθηκαν θα μπορούσαν να έχουν δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, το εύρος στο οποίο δόθηκαν και ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της αγοράς οδήγησαν στην ενδυνάμωση των ελληνικών μονοπωλίων τα οποία πλέων δρούσαν σε καθεστώς σχεδόν πλήρους φοροαπαλλαγής. Επιπροσθέτως, το πλείστων αυτών των παροχών ήταν άμεσα σχετιζόμενο με τις διασυνδέσεις επιφανών Ελλήνων και ξένων βιομηχάνων με το δικτατορικό καθεστώς. Με 300 συγκεκριμένα μέτρα το εγχώριο και ξένο κεφάλαιο αφέθηκε ελεύθερο στο να κυνηγήσει το κέρδος χωρίς την ελάχιστη ανησυχία για την μελλοντική οικονομική ανάπτυξη της χώρας και του ελληνικού πληθυσμού που θα σήκωνε το βάρος.
Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι το ποσοστό ανάπτυξης των ιδιωτικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου μειώθηκε από 57% το 1964-66 σε 32% το 1967-1969 και σε 39% το 1970-72. Ενώ οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά, ο ρυθμός μείωσης των ιδιωτικών επενδύσεων ήταν ικανά μεγάλος ώστε να αντισταθμίσει αυτό το κέρδος. Κατά συνέπεια το σύνολο των επενδύσεων έπεσε από το 46% το 1964-1966 σε 39% το 1970-1972. Πέραν της σημασίας του παραπάνω, η ποιότητα των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου επίσης δεν ήταν ικανοποιητική. Συγκεκριμένα, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην βιομηχανία έδειξαν μείωση, σε σταθερές τιμές, από 12% το 1964-66 σε 10% το 1970-72, ενώ η μείωση στην αγροτική οικονομία ανήλθε σε 15% και 11% αντίστοιχα. Αναφορικά με τις δημόσιες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, το καθεστώς του 1967 ξόδεψε λιγότερα, σε συγκριτικό επίπεδο, για την βελτίωση και επέκταση της αγροτικής οικονομίας και βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, και για προπαγανδιστικούς λόγους, σημαντικά ποσά δημοσίου χρήματος δόθηκαν σε πρόσωπα φιλικά προς το καθεστώς είτε στα πλαίσια ανάπτυξης υπηρεσιών κοινής ωφελείας είτε για μικρής κλίμακας και τοπικού ενδιαφέροντος εγχειρήματα.
Η πλέων τραγική αποτυχία του καθεστώτος ήταν στον τομέα του ισοσκελισμού του εμπορίου. Το έλλειμμα του εμπορίου το 1973 ήταν πέντε φορές μεγαλύτερο από αυτό του 1968. Οι μετριοπαθείς αυξήσεις στις εξαγωγές δεν ήταν ικανές να ισοσκελίσουν την ραγδαία άνοδο των εισαγωγών. Τα καταναλωτικά προϊόντα, κυρίως τρόφιμα, αποτελούσαν το 70% των συνολικών εισαγωγών και μέρος των, όπως αναφέρονταν, κεφαλαιακών αγαθών αποτελούνταν από πλήρως ή μερικώς συναρμολογημένο εξοπλισμό σχετικό με τον εξηλεκτρισμό της Ελλάδος. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν ταχύτερα από την εγχώρια κατανάλωση και το σύνολο ακαθάριστων επενδύσεων ως αποτέλεσμα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής του καθεστώτος.
Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν από το 63% του συνόλου των εξαγωγών το 1968 στο 48% το 1972 ενώ η κάποια άνοδος στις εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών ήταν σχετιζόμενη με μόνο λίγες βιομηχανίες ελεγχόμενες από εγχώρια ή ξένα μονοπώλια. Η άδηλη εισαγωγή χρήματος από μετανάστες, ναυτιλία και τουρισμό αυξήθηκαν σημαντικά αλλά κατά τα δύο τελευταία χρόνια της δικτατορίας το ποσοστό των άδηλων πληρωμών αυξανόταν ταχύτερα από αυτό των άδηλων εισπράξεων. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών[i] το οποίο αυξήθηκε κατά οχτώ φορές μεταξύ του 1967 και 1972 δεν μπορούσε να ισοσκελιστεί από την αυξανόμενη και συντονισμένη εισροή κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα, το βασικό ισοζύγιο, το οποίο αποτελεί καλύτερο κριτήριο για την ερμηνεία των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας, μετατράπηκε από ένα μέσο πλεόνασμα της τάξεως των 14,6 εκατομμυρίων δολαρίων το 1960-66 σε μέσο ελλειμματικό της τάξεως των 117,0 εκατομμυρίων το 1967-73. Προς αποκατάσταση αυτής της ανισσοροπίας και ως αποτέλεσμα της ασθενούς οικονομικής εξέλιξης, το καθεστώς αρκέστηκε στον αναγκαστικό δανεισμό.
Εν μέσω ανησυχίας στο να δεχτεί ξένα κεφάλαια, ώστε να ισορροπήσει το πρόβλημα ισοσκελισμού προϊόντος, η χούντα επιμήκυνε τις φορολογικές και εισφορικές απαλλαγές σε ξένα και εγχώρια μονοπώλια στους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας. Για επιτευχθεί αυτό η χούντα εκμεταλλευτικέ το σύνταγμα του 1952 αλλά και το δικό της του 1968, τα οποία συμπεριελάμβαναν άρθρα σχετικά με την προστασία ξένων επενδύσεων. Τα εν λόγο συντάγματα απαγόρευαν οποιεσδήποτε αλλαγές εκτός αυτών που θα μπορούσαν να αυξήσουν τα οφέλη των μονοπωλίων. Παρόλα αυτά, και προς δυσαρέστηση της χούντας, επετεύχθησαν λιγότερες από τις μισές προβλεπόμενες εισροές. Σε σύγκριση με την περίοδο 1962-66 όπου ο λόγος των πραγματικών προς τις εγκεκριμένες επενδύσεις ήταν 73%, ο ανάλογος λόγος το 1967-70 ήταν 13%. Επιπροσθέτως, το ποσοστό του εξαγόμενου χρήματος αυξήθηκε, μονοπώλια δημιουργούνταν και η διαφθορά ήταν εμφανής σε σχετικές συναλλαγές. Η χούντα ήταν πάντα φιλική προς το εγχώριο κεφάλαιο και πρόθυμη να το βοηθήσει στην εκμετάλλευση του ελληνικού λαού. Ωστόσο, η ακύρωση των παραπάνω απαλλαγών από μια ενδεχόμενη δημοκρατική κυβέρνηση αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο τροχοπέδη σε μια εκτενή εισροή ξένων επενδύσεων στη χώρα.
Το άκρον άωτον της κακής οικονομικής διαχείρισης από την χούντα ήταν ο πληθωρισμός ο οποίος προκλήθηκε από υπεραύξηση της ζήτησης. Η περίοδος μηδενικής ανεργίας, λόγο ενός υψηλού ποσοστού μετανάστευσης, ακολουθήθηκε από μια φιλελεύθερη νομισματική πολιτική «πίστεως» η οποία οδήγησε σε βαθύ πληθωρισμό. Ο λόγος της αύξησης του διακινούμενου χρήματος εκτινάχθηκε από 7,1% το 1969 σε 28,5% το 1973, ενώ η παροχή χρήματος, η οποία περιλαμβάνει το διακινούμενο χρήμα και τις  προσωπικές καταθέσεις, αυξήθηκε από 8,2% το 1969 σε 22,7& το 1973 αντίστοιχα. Οι προσωπικές καταθέσεις μειώθηκαν από 34,2 δισεκατομμύρια δραχμές το 1972 σε 19,6 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973 – ως αποτέλεσμα της απώλειας εμπιστοσύνης προς τη δραχμή – προξενώντας μειώσεις στην κατανάλωση και τις επενδύσεις στη στέγαση και άλλους σχετικούς τομείς.
Τα έξοδα της κυβέρνησης συνεισέβαλαν σε μια σημαντική αύξηση στην γενική ρευστότητα και σε πληθωριστική σπείρα. Η γενική ρευστότητα, υπολογίσιμη από τον λόγο της παροχής χρήματος προς το σύνολο του ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές), αυξήθηκε από 51% το 1966 σε 76% το 1972. Το καθεστώς το οποίο αύξησε την πίστωση κατά παραπάνω από τρείς φορές από το 1966, ξόδευε λιγότερα (κατά προσέγγιση) για την αγροτική οικονομία, βιομηχανία, μεταλλευτική και εμπόριο απ’ όσο για λιγότερο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας όπως ναυτιλία, τουρισμός και κατοικία. Το πρόβλημα μεγεθύνθηκε μέσω των αυξήσεων της πίστωσης για εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων και μέσω των κοινωνικών εγχειρημάτων τα οποία υιοθετήθηκαν από το καθεστώς για λόγους προπαγάνδας. Περίπου το 25% τις εκατό του νέου πίστωσης το 1972 ήρθε από φρέσκο χρήμα το οποίο τυπώθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος – η οποία ήταν υπό τον έλεγχο του καθεστώτος – και δόθηκε επιλεκτικά σε πιστούς φίλους του καθεστώτος όπως έμποροι και ανώνυμες εταιρίες.
Η νομισματική και δημοσιονομική διαχείριση επέφερε υψηλά επίπεδα πληθωρισμού. Η Ελλάδα με το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού (2,2%) μεταξύ όλων τον χωρών του ΟΟΣΑ το 1961-71, αντέστρεψε την θέση της το 1973. Ο δείκτης καταναλωτικών τιμών αυξήθηκε κατά 15,3% από το 1972 έως το 1973 και κατά 37,8% από τον Απρίλη του 1973 μέχρι τον Απρίλη του επόμενου έτους (σε τομείς όπως είδη πρώτης ανάγκης και υγεία οι οποίοι επηρεάζουν τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα) διαμορφώνοντας τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού. Ο δείκτης χονδρικών πωλήσεων αυξήθηκε κατά 8% το 1972 και κατά 31.7% το 1973. Το 1973 το ποσοστό του πληθωρισμού είχε επιφέρει μειώσεις των πραγματικών μισθών κατά 4%. Το επιχείρημα του καθεστώτος ότι ο υψηλός πληθωρισμός  ήταν εισαγόμενος αποδεικνύεται λάθος εφόσον η επιρροή των τιμών εισαγόμενων προϊόντων στο δείκτη χονδρικών πωλήσεων κατά τη διάρκεια του 1973-1974 ήταν μόλις περίπου 0,4%.
Η δημοσιονομική πολιτική της κυβερνήσεως ενδυνάμωσε τις δυσμενής συνέπειες της νομισματικής κακοδιαχείρισης. Η φορολογική μεταρρύθμιση του 1968 μετέφερε το φορολογικό φορτίο στους ώμους της εργατικής τάξης ενώ μεγάλες επιχειρήσεις και εύποροι ιδιώτες απολάμβαναν μεγαλύτερα φορολογικά προνόμια. Οι φοροαπαλλαγές στα 1971 από 464 μεγάλες επιχειρήσεις ήταν κατά τρείς φορές υψηλότερες από τους φόρους που είχαν καταβάλει. Επιπροσθέτως, όλες οι κατηγορίες φορολογικών εισφορών, εκτός αυτών από μισθούς και μεροκάματα, έδειξαν καθοδική πορεία από το 1966, κάτι το οποίο σχετίζεται με την εύνοια του καθεστώτος προς τις υψηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες.
Το καθεστώς εισέπραττε το 55% τον φορολογικών εισοδημάτων του μέσω έμμεσων φόρων και το 36% μέσων άμεσων φόρων από τα νοικοκυριά. Οι κύριοι έμμεσοι φόροι απευθύνονταν στις χαμηλές και μεσαίες τάξεις μέσω φορολογίας σε προϊόντα και εισοδήματα. Ενώ το σύνολο των φόρων, ως ποσοστό, του μεικτού εθνικού εισοδήματος αυξήθηκε από 27,4% το 1966 σε 29,2% το 1972, οι κληρονομικοί φόροι μειώθηκαν ενώ οι φόροι επιχειρήσεων έδειξαν μείωση της τάξης του 10,9% την περίοδο 1972-73. Αυτές οι στατιστικές ακυρώνουν τις αξιώσεις του καθεστώτος ότι κατάφερε καλύτερο διαμοιρασμό των φορολογικών βαρών σε σχέση με την κατάσταση που υπήρχε προ της δικτατορίας.
Από πλευρά εξόδων ο διαμοιρασμός των επιχορηγήσεων στο πλαίσιο των συνολικών εξόδων μειώθηκε από 6,6% το 1966 σε 4.1% το 1973 ενώ το μερίδιο των φόρων του δημοσίου χρέους αυξήθηκαν από 3.0% σε 4.8%. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 38.7 δισεκατομμύρια δραχμές τον Δεκέμβρη του 1967 σε 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές τον Ιανουάριο του 1973 με στόχο να ενισχυθεί ο ελλειμματικός προϋπολογισμός. Το ποσοστό των εξόδων για την εκπαίδευση στο σύνολο των γενικών κρατικών εξόδων για αγαθά και υπηρεσίες μειώθηκε από 11.6% σε 10%. Από την άλλη πλευρά, τα έξοδα για την «άμυνα» και «δημόσια ασφάλεια» σχεδόν διπλασιάστηκαν στην διάρκεια μιας πενταετίας. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι το μέγιστο ποσοστό αυτών των εξόδων χρησιμοποιήθηκε στην ενίσχυση του αστυνομοκρατούμενου κράτους παρά στην εθνική άμυνα η οποία αποδείχθηκε ανοργάνωτη και αναποτελεσματική κατά τη διάρκεια της κυπριακής κρίσης.
Τα έξοδα των κυβερνητικών επενδύσεων αυξήθηκαν από 5,9 δισεκατομμύρια δραχμές το 1967 σε 27,5 δισεκατομμύρια το 1973 παρουσιάζοντας αύξηση 361% μέσα σε εφτά χρόνια. Ως αποτέλεσμα το έλλειμμα του επενδυτικού δυναμικού ανέβηκε από 4,3 δισεκατομμύρια δραχμές το 1967 σε 22,1 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973. Το έλλειμμα μέσω ξένων και εγχώριων δανείων αύξησε σημαντικά το χρέος προς την εγχώριου δανειστές και το εξωτερικό.  Από την άλλη πλευρά, οι παράλληλες επενδύσεις για δημόσια εγχειρήματα αυξήθηκαν από 14,6 δισεκατομμύρια δραχμές το 1970 σε 27,7 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973 διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τον εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό της χώρας.
Συνοψίζοντας, η οικονομική ανάπτυξη υπό του καθεστώτος ήταν σε γενική ανάλυση, πλασματική. Δεν υπήρχε ανάπτυξη στους ουσιώδεις τομείς της οικονομίας όπως η βιομηχανία και η αγροτική παραγωγή. Το καθεστώς παρείχε φορολογικά και πιστωτικά προνόμια σε ξένα και εγχώρια μονοπώλια. Επικεντρώθηκε στην επέκταση των μη παραγωγικών τομέων όπως τουρισμός, ναυτιλία και στέγαση. Αυτή η κατάσταση αύξησε την εξάρτιση της χώρας σε ξένες εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένων και εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, και επιδείνωσε τα προβλήματα σχετικά του ισοσκελισμού του εμπορίου. Τα οικονομικά προβλήματα του καθεστώτος χειροτέρευσαν από την ακολουθούμενη ασθενή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Για να αποκαταστήσει την ισορροπία του εμπορίου, το καθεστώς κατέφυγε σε αναγκαστικά δάνεια τα οποία είναι κατώτερες μέθοδοι οικονομικής διαχείρισης. Το καθεστώς άστοχα επιμήκυνε τις πιστώσεις, κυρίως για εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων, αύξησε σημαντικά την κυκλοφορία του χρήματος και προξένησε έμμετρη κατανάλωση η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον καλπάζοντα πληθωρισμό ο ποίος είχε αντίκτυπο στα πραγματικά έσοδα της εργατικής τάξης. Πιθανόν δεν είναι σύμπτωση ότι οι απεργίες, ή οι ενδεχόμενες απεργίες από αγρότες, οικοδόμους, εργαζόμενους στον τύπο και δασκάλους, διαφαίνονταν ακόμα πριν από την πτώση του καθεστώτος του Παπαδόπουλου. Αδιαμφισβήτητα, η απότομη οικονομική πτώση κατά τους τελευταίους μήνες του 1973 αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την αλλαγή κυβερνήσεων τον Νοέμβρη του 1973 όσο και τον Ιούλη του 1974.
  

[*] Το παρών άρθρο αποτελεί προσαρμοσμένη μορφή της περίληψης της έρευνας η οποία έγινε για λογαριασμό του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου με σκοπό της πληροφόρησης του βασικών δεδομένων σε σχέση με την περίοδο της χούντας. Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να ζητήσουν από τον συγγραφέα την εκτενή ανάλυση η οποία περιλαμβάνει πλήρεις στατιστικούς πίνακες.

[i] Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αντιπροσωπεύει την διαφορά μεταξύ του ελλείμματος εμπορικού ισοζυγίου και των άδηλων εσόδων από ναυτιλία, τουρισμό, εμβάσματα από Έλληνες μετανάστες και λοιπά.   


Η ελληνική ακροδεξιά στο διαδίκτυο: μια ανάλυση γράφων...

gephi_1
Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει αναλυθεί ενδελεχώς (για εκτενή βιβλιογραφία βλέπε το δοκίμιο της Βασιλικής Γεωργιάδου). Οι πολιτικοί, οικονομικοί, και κοινωνικοί λόγοι που εξηγούν αυτή την άνοδο αλλά και το ιστορικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε είναι γνωστοί (για τη σχέση οικονομικής κρίσης και εκλογικής ανόδου της ακροδεξιάς στη Νότια Ευρώπη βλέπε Bosco & Verney, 2012).
Επίσης έχει σχολιασθεί και στηλιτευθεί – δικαίως – ο ρόλος των κυρίαρχων ΜΜΕ και ιδιαίτερα της τηλεόρασης στην καλλιέργεια και στη νομιμοποιήση εθνικιστικών και ρατσιστικών αντιλήψεων σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού (Ψαρράς, 2010).
Στη συζήτηση αυτή θα ήθελα να προσθέσω μια ακόμη παράμετρο που μπορεί να εξηγήσει ένα μέρος αυτού του φαινομένου: τη σημαντική και αυξανόμενη παρουσία της ελληνικής ακροδεξιάς στο διαδίκτυο.
Εισαγωγή
Εδώ και αρκετά χρόνια το διαδίκτυο αποτελεί πεδίο δημόσιας έκφρασης και σχολιασμού για όλο και περισσότερους Έλληνες πολίτες. Εξαιτίας της ιδιαίτερης κατάστασης που επικρατεί στα ελληνικά ΜΜΕ (οικονομική συγκέντρωση, αδιαφάνεια, διαπλοκή με την οικονομική και πολιτική εξουσία, βλέπε Σμυρναίος, 2010), η ελληνόφωνη μπλογκοσφαίρα έλαβε γρήγορα πολιτική διάσταση και χαρακτηριστικά μέσου διαμαρτυρίας και κριτικής (Zafiropoulos & Vrana, 2009) .
Αρχικά η σφαίρα αυτή είχε σαφώς προοδευτικά χαρακτηριστικά λόγω της σχετικής κοινωνιολογικής ομοιογένειας των μελών της (κυρίως νέοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου όπως δείχνει ο Καραμπάσης, 2008).
Ο εκδημοκρατισμός όμως αυτών των νέων μέσων και η μαζική τους χρήση από όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού τα κατέστησε σημαντικά επικοινωνιακά διακυβεύματα και για όσους στοχεύουν στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Έτσι ξεκίνησε η ανάδειξη και η παγίωση του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας με μαζικές διαστάσεις στο ελληνικό διαδίκτυο.
Η ελληνική ακροδεξιά, πατώντας εν μέρει σε αυτή την εξέλιξη, βρίσκεται πλέον σε περίοπτη θέση στο ελληνόφωνο διαδίκτυο μέσω ενός πλέγματος ιστότοπων (επίσημων σελίδων, ιστολογίων και προφίλ κοινωνικών δικτύων όπως το Youtube και το Facebook). Από τη θέση αυτή, άλλες φορές με προσωπείο, άλλες ανοιχτά, προπαγανδίζει τις ιδέες της με επιτυχία.
Παρακάτω θα παραθέσω τα ευρήματα μιας μικρής κλίμακας ανάλυσης της ακροδεξιάς μπλογκοσφαίρας.
Μεθοδολογία
Χρησιμοποιήθηκε ανάλυση κοινωνικών δικτύων και αναπαράσταση με γράφους (Μπουντουρίδης, 2004). Ένα αρχικό δείγμα δεκαοκτώ προεπιλεγμένων ακροδεξιών ιστότοπων αναλύθηκε μέσω crawling από το πρόγραμμα Issuecrawler. Βρέθηκαν έτσι 88 ιστότοποι που συνδέονται με τους πρώτους είκοσι με δύο τουλάχιστον hypelinks. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των ιστότοπων είναι ακροδεξιάς προέλευσης. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε το ελεύθερο λογισμικό gephi για τη δημιουργία του γράφου και τον υπολογισμό αλγόριθμων όπως το betweeness centrality.
gephi_2
Επεξήγηση του γράφου 
Οι κουκκίδες αντιστοιχούν σε ιστότοπους και οι γραμμές στους συνδέσμους που υπάρχουν μεταξύ τους. Η τοπολογία του γράφου είναι αποτέλεσμα των σχέσεων μεταξύ των ιστότοπων. Με άλλα λόγια αυτοί που βρίσκονται στο κέντρο του χάρτη έχουν σημαντική επιρροή στην κοινότητα, σε αντίθεση με αυτούς που βρίσκονται στην περιφέρεια.
Το μέγεθος των κουκκίδων (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και το χρώμα τους (από το άσπρο στο κόκκινο) εξαρτάται από το μέγεθος του betweeness centrality του κάθε ιστότοπου. Ο αλγόριθμος αυτός εκφράζει τον βαθμό κατά τον οποίο ένας ιστότοπος κατέχει στρατηγική θέση μέσα στην κοινότητα. (Εδώ μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρο το χάρτη σε μορφή pdf για καλύτερη ανάλυση).
Τα ακροδεξιά ιστολόγια: μια ευμεγέθης κοινότητα
Η πρώτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει αφορά το μέγεθος της ακροδεξιάς κοινότητας στο εσωτερικό της ελληνικής μπλογκοσφαίρας. Μεγάλος αριθμός ιστολογίων με ακροδεξιά πολιτική κατεύθυση και με πλούσια δραστηριότητα και περιεχόμενο βρέθηκαν με ένα απλό crawling. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι ο πραγματικό αριθμός τους είναι πολύ μεγαλύτερος.
Το συμπέρασμα είναι ότι μια τέτοια παρουσία δεν μπορεί να είναι παρά το αποτέλεσμα, τουλάχιστον εν μέρει, μιας συνειδητής στρατηγικής υποκινούμενης από πολιτικές οργανώσεις. Αυτό βέβαια είναι αρκετά δύσκολο να αποδειχθεί αφού τα περισσότερα από αυτά τα ιστολόγια είναι απολύτως ανώνυμα.
Επίσης το μέγεθος της κοινότητας επιβεβαιώνει την όλο και μεγαλύτερη επιρροή της ακροδεξιάς τη χώρα αλλά και ενός είδους απενοχοποίηση της δημόσιας έκφρασης της. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο και στα κοινωνικά δίκτυα όπου η διάχυση του ακροδεξιού λόγου βρίσκει πρόσφορο έδαφος ακόμη και σε ομάδες που μπορούν να χαρακτηριστούν απολιτικές.
Εσωστρέφεια και προώθηση ατζέντας
Η δεύτερη παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι ότι η συγκεκριμένη κοινότητα, αν και σχετικά ποικιλόμορφη στο εσωτερικό της, δεν συνδέεται παρά ελάχιστα με το υπόλοιπο διαδίκτυο, αν εξαιρεθούν υπηρεσίες όπως το Youtube και το Facebook που αποτελούν απαραίτητα συμπληρώματα των ιστολογίων.
Σε αντίθεση με τη σχετική στεγανότητα που τους διακρίνει ως προς το εξωτερικό της κοινότητας, οι δεσμοί μεταξύ των ιστότοπων που την απαρτίζουν είναι πολύ στενοί. Έστω κι αν αυτό είναι εν μέρει αποτέλεσμα της μεθοδολογίας, η κοινότητα των ιστολογίων του δείγματος είναι ιδεολογικοπολιτικά ομοιογενής και θέλει να παραμείνει έτσι.
Για παράδειγμα, ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η παντελής απουσία συνδέσμων προς επαγγελματικούς δημοσιογραφικούς ιστότοπους και κυρίαρχα ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεοράσεις, ειδησεογραφικές πύλες), κάτι που παραδοσιακά χαρακτηρίζει τα ιστολόγια. Τη μόνη εξαίρεση αποτελεί η εφημερίδα Δημοκρατία που έχει 296 εισερχόμενους δεσμούς από το δείγμα.
Η εφημερίδα αυτή θεωρείται υποστηρίκτρια του Σαμαρικού μπλοκ και χαρακτηρίζεται από εθνικιστικές τάσεις. Σε αυτή γράφουν παλιά μέλη του Δίκτυου 21 όπως ο Σ. Καλεντερίδης και ο Φ. Κρανιδιώτης. Διαφαίνεται λοιπόν μια σχετική σύμπλευση της άκρας δεξιάς με τη Νέα Δημοκρατία σε ότι αφορά τουλάχιστον τους διαδικτυακούς δεσμούς που αναπτύσσουν.
Η κλειστή δομή αυτής της κοινότητας των ακροδεξιών ιστολογίων έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής ατζέντας θεμάτων και “ειδήσεων” (η μιας διαφορετικής προσέγγισης της κυρίαρχης ατζέντας) η οποία διακινείται μαζικά και ανακυκλώνεται με τρόπο τέτοιον ώστε σταδιακά να εξαφανίζεται η αρχική πηγή της (κάτι που διευκολύνει τη διακίνηση τους στο εξωτερικό της κοινότητας).
Ενίοτε αυτές οι “ειδήσεις”, που συχνά έχουν εντυπωσιακό χαρακτήρα, αφομοιώνονται και από άλλα μη ακροδεξιά ιστολόγια, διαχέονται στα κοινωνικά δίκτυα και φτάνουν αρκετές φορές ακόμη και στα κυρίαρχα ΜΜΕ έστω κι αν είναι ψευδείς ή χειραγωγημένες (βλέπε θαύμα του Γέροντα Παϊσιου).
Η αισθητική του Blogger
Στα ομοιογενή χαρακτηριστικά του δείγματος εντάσσεται επίσης η χρήση σχεδόν αποκλειστικά της πλατφόρμας δημοσίευσης Blogger της Google. Ελάχιστοι από τους ιστότοπους του δείγματος έχουν δικό τους domain name και κανείς δεν χρησιμοποιεί μία άλλη από τις δημοφιλείς υπηρεσίες όπως το Worpress.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό οφείλεται σε λόγους ιστορικούς (κληρονομιά της πρώτης γενιάς ιστολογίων του είδους ), τεχνικούς (η χρήση μιας μοναδικής πλατφόρμας διευκολύνει τη διασύνδεση με τα άλλα μέλη της κοινότητας), κοινωνιολογικούς (πχ. μικρότερη εξοικείωση με τα νέα μέσα) αλλά και ένα είδος τυποποίησης του λόγου και της αισθητικής που εκφράζεται μέσω αυτών των ιστολογίων.
Εσωτερική ποικιλομορφία
Στο εσωτερικό της κοινότητας συνυπάρχουν όλες οι τάσεις της ελληνικής ακροδεξιάς (θρησκόληπτοι, εθνικιστές, συνωμοσιολόγοι, αντισημίτες κλπ.) και δεξιάς (ΝΔ, ΑΝΕΛ, “ανόθευτοι πατριώτες” κλπ). Αλλά τις κομβικές θέσεις κατέχουν ιστολόγια που κατευθύνονται ή πρόσκεινται στη Χρυσή Αυγή όπως το ventetta.blogspot.com και το egersis2.blogspot.com.
Άλλα ιστολόγια που κατέχουν στρατηγικές θέσεις στην κοινότητα είναι πιο δύσκολο να χαρακτηριστούν όπως το koukfamily.blogspot.com που παρουσιάζεται ως οικογενειακό μπλογκ ή το kostasxan.blogspot.com με πιο επαγγελματικά και λιγότερο οπαδικά χαρακτηριστικά.
Τη λίστα συμπληρώνουν ομοϊδεατικά ιστολόγια τοπικού ενδιαφέροντος, ιστότοποι γενικής πληροφόρησης που συνδυάζουν λαϊκίστικη ρητορική με ελαφρές θεματικές όπως τα αθλητικά, τα κοσμικά μέχρι και το ελαφρό πορνό, γνωστά ηλεκτρονικά μέσα του δεξιού πατριωτικού χώρου όπως το antinews.gr και το Ρεσάλτο, “δημοσιογραφικά” όπως το Athinapoli, το eglimatikotita.gr και το Makeleio (εδώ μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρη τη λίστα των ιστότοπων σε μορφή csv).
4
Σε ότι αφορά τη ρητορική που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία αυτή περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της αντίστασης (ταμπούρι, εσχατιά, ανάσχεση), της εναλλακτικής θεώρησης (αντιπληροφόρηση, διαφορετική ματιά, εναντίον όλων, αντίλογος), της εκδίκησης (βεντετα, hellenic revenge) του συναγερμού (greekalert, red sky warning, έχω μάτια και βλέπω, ξυπνήστε ρε), της συνωμοσιολογίας (the real truth), της παλινόρθωσης του έθνους (έγερσις)  κλπ.
Τα ανοιχτά ρατσιστικά άρθρα είναι σπάνια αλλά υπαρκτά. Τα περισσότερα όμως από τα ακροδεξιά ιστολόγια κάνουν επιλεκτική δημοσίευση ειδήσεων που αφορούν τη μετανάστευση, το Ισλάμ και την εγκληματικότητα με τρόπο που να στοχοποιούν μειονότητες (μετανάστες, Ρομά κλπ.).
Άλλοι συνήθεις στόχοι τους αποτελούνται από τον Σύριζα, που ταυτίζεται πάντα με τους κουκουλοφόρους και τον εσωτερικό εχθρό, το ΠΑΣΟΚ, που χαρακτηρίζεται προδοτικό κόμμα, την Τρόικα και όσους συνεργάζονται μαζί της, την εξωτερική απειλή (Τουρκία, Αλβανία, ΠΓΔΜ), τη “σιωνιστές και μασόνους”, τις ΗΠΑ κλπ. Συχνές επίσης είναι οι θετικές αναφορές στα σώματα ασφαλείας, τις ένοπλες δυνάμεις, την Εκκλησία, κάτι που χαρακτηρίζει παραδοσιακά την ελληνική δεξιά.
Τέλος, μια ενδιαφέρουσα τάση που παρατηρείται είναι η χρήση από αρκετά ιστολόγια του δείγματος μιας ρητορικής η οποία βασίζεται σε σχήματα και φόρμες παραδοσιακά ταυτίζόμενες με την αριστερά όπως η λαϊκή κυριαρχία, η αντίσταση στους κατακτητές, ο αντικαπιταλισμός. Αυτό το νέο γνώρισμα της ακροδεξιάς στην Ελλάδα σε κάποιες περιπτώσεις κάνει δυσκολότερη την ανίχνευση της πραγματικής πολιτικής ταυτότητας ενός διαδικτυακού μέσου που την εκφράζει.
Κεκαλυμμένη υποστήριξη στη Χρυσή Αυγή
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ οι αναφορές στη Χρυσή Αυγή ως θέμα επικαιρότητας είναι πολύ συχνές σε μεγάλο αριθμό ιστολογίων, δεν υπάρχουν καθόλου σύνδεσμοι ούτε προς τον επίσημο ιστότοπο της οργάνωσης, ούτε προς άλλες φίλα προσκείμενες πολιτικές ομάδες.
Η ακροδεξιά ρητορική στο διαδίκτυο παρουσιάζεται λοιπόν πρωτίστως ως ακομμάτιστη και πατριωτική. Αυτή η στρατηγική φαίνεται να είναι επιτυχής αν κρίνουμε από το βαθμό αναδημοσίευσης των ειδήσεων που παράγουν τα ακροδεξιά ιστολόγια.
Επίλογος
Η ανάδυση του διαδικτύου ως μαζικού μέσου ενημέρωσης αντιμετωπίστηκε αρχικά ως εγγενώς θετική εξέλιξη. Ο εκδημοκρατισμός των μέσων παραγωγής και διάχυσης της πληροφορίας θεωρήθηκε, δικαίως, ως παράγοντας εμπλουτισμού της δημόσιας σφαίρας.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα όμως φαίνεται ότι η ανάπτυξη της μπλογκοσφαίρας και των κοινωνικών δικτύων διευκολύνει την προπαγάνδα. Το ελληνικό διαδίκτυο αντικατοπτρίζει έτσι την γενικότερη τάση που υπάρχει αυτή την στιγμή στην ελληνική κοινωνία: την ηγεμονία της ακροδεξιάς ιδεολογίας πάνω σε πλατιά κοινωνικά στρώματα αλλά και σημαντικό κομμάτι του πολιτικού συστήματος.
Έστω κι αν αυτή η εξέλιξη δεν είναι καινούρια, φαίνεται ότι η ανάδυση της Χρυσής Αυγής σε σημαντικό πολιτικό μόρφωμα επιταχύνει την εξέλιξη μεγάλου κομματιού της ελληνόφωνης μπλογκοσφαίρας σε φορέα ιδεών μίσους.
Διαφαίνεται μάλιστα ότι μέσω του διαδικτύου αναπτύσσονται και εμβαθύνονται οι δεσμοί μεταξύ γειτονικών ιδεολογικών χώρων της δεξιάς και της άκρας δεξιάς οι οποίοι καταλήγουν στην αποκρυστάλλωση ενός κοινού ιδεολογικού και πολιτικού υπόβαθρου. 

Πολιτική Οικονομία του Διαδικτυακού Ολιγοπωλίου από την ψηφιακή επανάσταση στον γνωσιακό καπιταλισμό...



Στις 20 Δεκεμβρίου 2013, μια ομάδα διαδηλωτών στο Oakland επιτέθηκε με πέτρες και συνθήματα σε ένα Google Bus. Το λεωφορείο αυτό μετέφερε υπαλλήλους της Google στα πλαίσια του ιδιόκτητου δικτύου μεταφορών της εταιρείας που καλύπτει όλη σχεδόν τη βόρεια Καλιφόρνια και συνδέει τις κύριες πόλεις με το Googleplex στο Mountainview. Σκοπός του δικτύου των Google Buses είναι να εξασφάλισει ξεκούραστη και δωρεάν μετακίνηση στα χρυσοπληρωμένα στελέχη της εταιρείας που προτιμούν να μένουν στο Oakley και το San Francisco, αρκετά μακριά δηλαδή από τα γραφεία της Google στη Silicon Valley.



Για τους διαδηλωτές, η μαζική εγκατάσταση στα αστικά κέντρα της Βόρειας Καλιφόρνια αυτής της νέας τάξης τεχνο-καπιταλιστών, φορτωμένων με ηλεκτρονικά γκάντζετ και stock options, δημιουργεί τεράστια προβλήματα στις εργαζόμενες και λαϊκές τάξεις κατοίκων: κατακόρυφη αύξηση τιμών στα καταναλωτικά αγαθά λόγω της τεράστιας αγοραστικής δύναμης που έχουν οι νεοφερμένοι· μαζικές εξώσεις εργαζόμενων οικογενειών από ενοικιαζόμενα διαμερίσματα που προορίζονται για πολυτελείς κατοικίες· υποβάθμιση των δημόσιων μεταφορών με πρόσχημα την ύπαρξη ιδιωτικών λεωφορείων· gentrification του κέντρου των πόλεων· επιτήρηση και αστυνομοκρατία.


Λίγες μέρες μετά την επίθεση στο Google Bus, ομάδα ακτιβιστών με το όνομα The Counterforce κατασκήνωσε μπροστά στο σπίτι του Anthony Levandowski, αρχιμηχανικού της Google στο Berkeley. Στο κείμενο που μοίρασαν στη γειτονιά οι διαδηλωτές στηλίτευαν τη συνεργασία του Levandowski με την αμυντική βιομηχανία στα πλαίσια του πρότζεκτ Google Car, του αυτοκίνητου χωρίς οδηγό. Στο San Francisco όλο και περισσότερα μπαρ και εστιατόρια απαγορεύουν πλέον την είσοδο σε άτομα με Google Glasses με ενσωματωμένη κάμερα και σύνδεση στο διαδίκτυο. Αυτό γιατί η υποψία ότι όσοι φορούν τα πανάκριβα αυτά δίοπτρα καταγράφουν σε βίντεο όσους και ό,τι βλέπουν οδηγεί συχνά σε τσακωμούς και επεισόδια. Όπως γράφει η Susie Cagle, δεν είναι μόνο η υποψία καταγραφής και επιτήρησης που δημιουργεί πρόβλημα, αλλά και το γεγονός ότι η κατοχή των Google Glasses λειτουργεί ως ταξική σήμανση: από τη μία πλευρά η νέα τεχνολογική ελίτ που απολαμβάνει επιδεικτικά τα ανάλογα προνόμια κι από την άλλη η μάζα των κανονικών ανθρώπων.


Το ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι το εξής: τι συνέβη κι η Google, εταιρεία με σύνθημα το Don’t be evil, με φιλικό προφίλ και πασίγνωστες υπηρεσίας έγινε ξαφνικά στόχος αυτών των επιθέσεων; Πως προέκυψε η κριτική που ασκείται πλέον όλο και συχνότερα στην Silicon Valley ; Ποιας νόσου σύμπτωμα είναι το Google Bus;


Παρακάτω θα προσπαθήσω να δείξω ότι εταιρείες όπως η Google, η Facebook, η Apple, η Amazon κι η Microsoft, μεταξύ άλλων, αποτελούν πλέον ένα διαδικτυακό ολιγοπώλιο, δηλαδή μια μορφή αγοράς συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων παντοδύναμων παικτών, που κυριαρχεί σε κάθε πτυχή των ψηφιακών δραστηριοτήτων μας. Ως τέτοιο το διαδικτυακό ολιγοπώλιο είναι προϊόν της ανάδυσης ενός μεταφορντικού γνωσιακού καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η κριτική των εταιρειών αυτών αποτελεί λοιπόν κριτική του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος του 21ου αιώνα.


Ιστορικές και ιδεολογικές ρίζες


Όπως δείχνει ο Fred Turner στο βιβλίο του From Counterculture to Cyberculture, οι ιδεολογικές ρίζες της Silicon Valley πηγάζουν από δύο αμερικανικές παραδόσεις: την Κυβερνητική (Cybernetics) και το κίνημα των New Communalists. Η Κυβερνητική είναι μια γενική θεωρία που αναπτύχθηκε από τον Norbert Wiener τη δεκαετία του 40 και του 50, βασισμένη στην ιδέα ότι οι κοινωνία όπως και η φύση αποτελούν συστήματα. Για να λειτουργήσουν σωστά αυτά τα συστήματα και να αποφευχθεί η εντροπία, δηλαδή η αταξία και το χάος που μπορεί να οδηγήσουν σε δραματικά γεγονότα όπως ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, πρέπει να εξασφαλισθεί η ελεύθερη ροή της πληροφορίας. Η μηχανιστική αυτή προσέγγιση των κοινωνικών σχέσεων είχε τεράστια επιρροή στους δημιουργούς τους διαδικτύου και αποτελεί ακόμα, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά μια από τις ιδεολογικές του βάσεις.


Οι New Communalists αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι του κινήματος των χίπις και της πολιτιστικής επανάστασης που επέφεραν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 60 και του 70. Σε αντίθεση με τη ριζοσπαστική Νέα Αριστερά (New Left) που μετουσιώθηκε την ίδια εποχή σε οργανώσεις με παραδοσιακές πολιτικές πρακτικές (διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ακτιβιστικές καμπάνιες ακόμη και βίαιες δράσεις), οι New Communalists απέρριπταν γενικά και απόλυτα οποιουδήποτε τύπου οργάνωση με σαφή πολιτικό περιεχόμενο και στόχο. Για αυτούς ο μόνος τρόπος καταστροφής του συγκεντρωτικού καπιταλισμού της εποχής ήταν να αποτραβηχτούν σε κοινόβια χωρίς ιεραρχικές δομές. Αυτή η επιστροφή στη φύση ελευθεριακού τύπου συνοδεύτηκε από βαθιά πίστη στις χειραφετικές δυνατότητες της τεχνολογίας η οποία εκφράστηκε εμβληματικά από την έκδοση του Whole Earth Catalog.


Όπως εξηγεί ο Turner, τη δεκαετία του 80, όταν το όραμα των χίπις για μια εναλλακτική κοινωνία είχε πια πεθάνει, οι παραπάνω ιδεολογικές ρίζες μπολιάστηκαν με δυο φαινόμενα της εποχής: την ανάδυση του προσωπικού υπολογιστή ως νέα deus ex machina και την ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Σταδιακά η παραδοσιακή προς το κράτος επιφυλακτικότητα των πρώην χίπις, που εντωμεταξύ αγκάλιασαν την πληροφορική και τα δίκτυα, εξελίχθηκε σε πραγματική εχθρότητα. Η ελευθεριακός τρόπος ζωής τους σε συνδυασμό με τα κελεύσματα του νεοφιλελευθερισμού που θριάμβευε, εξελίχθηκε σε ένα νέο δεξιόστροφο πολιτικό ιδίωμα τον Ελευθερισμό (Libertarianism).


Τη δεκαετία του 90 άτομα και δίκτυα αυτού του χώρου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εμπορευματοποίηση τους διαδικτύου. Πρώην χίπις με κομβική θέση μεταξύ της τεχνολογικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ των ΗΠΑ όπως οι Stewart Brand και John Perry Barlow, καθώς και τα δίκτυα που δημιούργησαν (Global Business Network, The Well, Electronic Frontier Foundation), έδωσαν το έναυσμα της μετάλλαξης του διαδικτύου από αποκεντρωμένο και μη εμπορικό σύστημα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών, στο γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ προϊόντων και υπηρεσιών που γνωρίζουμε σήμερα.


Η μετάλλαξη αυτή βασίστηκε στο εξής επιχείρημα: τα παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα όπως το κράτος, η κυβέρνηση αλλά και οι μεγάλες συγκεντρωτικές και ιεραρχικές επιχειρήσεις του βιομηχανικού καπιταλισμού έχουν πια ξεπεραστεί. Μαζί με αυτές έρχεται το τέλος όλων των παλαιού τύπου αντιπροσωπευτικών δομών (κόμματα, συνδικάτα, οργανώσεις κλπ.). Πλέον, με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών, ενδυναμώνεται ο ρόλος των ατόμων (empowerement) που συνδέονται και συντονίζονται μέσω πληροφοριακών δικτύων δημιουργώντας έτσι ενός νέου τύπου κοινωνική (απορ)ρύθμιση που θυμίζει έντονα την Κυβερνητική ουτοπία του Wiener υπό τη σκέπη του αόρατου χεριού της Αγοράς του Adam Smith. Το προϊόν αυτής της μετάλλαξης ήταν αυτό που οι Barbrook και Cameron – αναφερόμενοι στη Γερμανική ιδεολογία του Μαρξ – ονομάζουν « Californian Ideology (…) a contradictory mix of technological determinism and libertarian individualism (that) would (become) the hybrid orthodoxy of the information age».


Οι ιδρυτές των εταιρειών που κυριαρχούν σήμερα στο διαδίκτυο ενστερνίστηκαν αμέσως αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Steve Jobs, συμμετείχαν αυτοπροσώπως στη μετεξέλιξη της ελευθεριακής καλιφορνέζικης κουλτούρας. Άλλοι πιο νέοι όπως o Mark Zuckerberg κι ο Eric Schmidt έγιναν φανατικοί ευαγγελιστές του μέσω βιβλίων και δημόσιων τοποθετήσεων τους. Ίσως κάποιοι να πιστεύουν ειλικρινά ότι η τεχνολογία και η ελεύθερη αγορά θα σώσει την ανθρωπότητα. Καταλαβαίνουν όμως πολύ καλά επίσης ότι η συγκεκριμένη ιδεολογία εξυπηρετεί επίσης το ταξικό τους συμφέρον.


Γνωσιακός καπιταλισμός και εργασία


Από τις αρχές της δεκαετίας του 90 έχει αρχίσει μια συζήτηση για το πως μπορεί να χαρακτηριστεί το καπιταλιστικό παράδειγμα του 21ου αιώνα. Η έννοια του Γνωσιακού Καπιταλισμού (Cognitive Capitalism) πηγάζει από αυτές τις συζητήσεις. Η κεντρική ιδέα είναι ότι ενώ οι βασικές αρχές της οικονομίας παραμένουν άθικτες (συσσώρευση κεφαλαίου, ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας για το μοίρασμα της παραγόμενης υπεραξίας, εκμετάλλευση και αλλοτρίωση), η λειτουργία του καπιταλισμού στην εποχή μας έχει σημαντικές διαφοροποιήσεις από το βιομηχανικό μοντέλο που αναπτύχθηκε και κυριάρχησε στον 20ο αιώνα.


Η εργασία στα πλαίσια του γνωσιακού καπιταλισμού είναι σε μεγάλο μέρος άυλη. Αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζόμενων δεν καταπιάνεται με την παραγωγή και εμπορία υλικών αγαθών, αλλά με πληροφορίες και υπηρεσίες. Η άυλη εργασία προϋποθέτει διαφορετικές ικανότητες και δεξιότητες από την παραγωγή σε φορντικού τύπου βιομηχανίες. Ο γνωσιακός καπιταλισμός χρειάζεται εργαζόμενους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, ικανούς για αυτόνομη εργασία, ευέλικτους και μετακινήσιμους σύμφωνα με τις ανάγκες του εργοδότη. Ταυτόχρονα, αντίθετα με τη βιομηχανική εργασία, η άυλη εργασία στα πλαίσια του γνωσιακού καπιταλισμού περικλείει το σύνολο της συναισθηματικής και κοινωνικής δραστηριότητας των εργαζομένων. Για παράδειγμα, η παρουσία ενός γνωσιακού εργαζόμενου στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα και ο τρόπος που διαχειρίζεται τις σχέσεις του εκεί μπορεί να έχει έμμεσες θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στη φήμη ή την εικόνα της εταιρείας για την οποία δουλεύει. Για το λόγο αυτό τα όρια μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου, επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής για ένα γνωσιακό εργαζόμενο είναι πολύ πιο δυσδιάκριτα συγκριτικά με έναν βιομηχανικό εργάτη.


Παράλληλα, η άυλη εργασία με ψηφιακά εργαλεία παράγει μεγάλο όγκο δεδομένων σε σχέση με το χρόνο εργασίας, τις ακριβείς δραστηριότητες του κατά τη διάρκεια της ημέρας κλπ. Με άλλα λόγια ο γνωσιακός εργαζόμενος χαμηλής ιεραρχίας, όπως για παράδειγμα οι υπάλληλοι στα τηλεφωνικά κέντρα, υπόκεινται σε συνεχή επιτήρηση από τον εργοδότη με στόχο τη μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας του.


Από οικονομικής άποψης το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της γνωσιακής εργασίας είναι ότι παράγει μεγαλύτερη υπεραξία από την υλική εργασία. Με άλλα λόγια τα περιθώρια κέρδους της διαδικτυακής βιομηχανίας είναι σημαντικότερα και επιτυγχάνονται πολύ γρηγορότερα από αυτά μιας παραδοσιακής βιομηχανικής δραστηριότητας. Έτσι εξηγούνται τα δυσθεώρητα κέρδη των προαναφερθέντων εταιρειών. Για παράδειγμα η Apple έκανε τον απίστευτο τζίρο των 697.000 δολαρίων ανά εργαζόμενο για το 2012. Συγκριτικά, η McDonalds έβγαλε μόνο 18.000 ανά εργαζόμενο. Η Apple είναι σήμερα η πλουσιότερη αμερικανική εταιρεία με αποθεματικά 145 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ετήσιο τζίρο για το 2013 πάνω από 57 δισεκατομμύρια. Τα οικονομικά μεγέθη των υπόλοιπων, Google, Facebook, Microsoft, eBay, Amazon κλπ. είναι μικρότερα αλλά της ίδιας τάξης.


Πως καταφέρνουν αυτές οι εταιρείες να εξάγουν τόση υπεραξία από τους εργαζόμενους τους; Χωρίζοντας τους σε δύο κατηγορίες: από τη μια πλευρά η μειοψηφία των γνωσιακών εργαζόμενων υψηλής στάθμης (προγραμματιστές, μηχανικοί, ειδικοί στο μάρκετινγκ κλπ.), οι οποίοι απολαμβάνουν υπέρογκους μισθούς και ιδανικές συνθήκες εργασίας. Από την άλλη η πλειοψηφία της παραγωγικής δύναμης η οποία τις περισσότερες φορές ενοικιάζεται μέσω εργολάβων με χαμηλούς μισθούς. Έτσι μπορεί η Apple να είναι σήμερα η πρώτη εταιρεία σε πωλήσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών, smartphones και tablets στο κόσμο χωρίς να έχει ούτε ένα ιδιόκτητο εργοστάσιο. Η παραγωγή γίνεται στην Κίνα από κολοσσούς όπως η Foxconn (1,5 εκατομμύρια εργάτες) σε συνθήκες εκμετάλλευσης τέτοιες που δεκάδες εργαζόμενοι αυτοκτονούν μην αντέχοντας τις συνθήκες διαβίωσης τους. Παρόμοιες σκληρές συνθήκες εργασίας υπάρχουν και στα κέντρα διανομής της Amazon ακόμη και στην Ευρώπη, όπου οι εργαζόμενοι, επισφαλείς σε μεγάλο ποσοστό, τελούν υπό συνεχή επιτήρηση και ψυχολογική πίεση. Φαίνεται λοιπόν ότι η εκμετάλλευση που προϋποθέτει η συσσώρευση κεφαλαίου δεν εξαφανίζεται στα πλαίσια του γνωσιακού καπιταλισμού αλλά έχει νέα χαρακτηριστικά και επιμερίζεται διαφορετικά μεταξύ των εργαζομένων.


Η ολιγοπωλιακή δομή της διαδικτυακής οικονομίας


Τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής τεχνολογίας, βασικό συστατικό του γνωσιακού καπιταλισμού, εξηγούν επίσης της μονοπωλιακή φύση της διαδικτυακής οικονομίας. Η ψηφιακή επανάσταση σταδιακά κατάργησε τα παραδοσιακά σύνορα μεταξύ αγορών όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι ψηφιακές υπηρεσίες και το hardware δημιουργώντας έτσι συνθήκες κάθετης συγκέντρωσης και ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ ενός μικρού αριθμού πολυεθνικών κολοσσών. Ενώ οι δραστηριότητες τους περιορίζονταν αρχικά σε συγκεκριμένους τομείς σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς δραστηριοποιούνται στο σύνολο της διαδικτυακής οικονομίας.


Για παράδειγμα, ενώ η αρχική αγορά της Apple ήταν οι υπολογιστές και το λειτουργικό σύστημα OS, πλέον η εταιρεία παράγει κάθε τύπου λογισμικό (Final Cut, Pages, iMovie, iPhoto, GarageBand, iWork κλπ.), φορητές συσκευές με ιδιόκτητο λειτουργικό (iPhone, iPad, iOS) αλλά και παντοδύναμες πλατφόρμες διανομής περιεχομένου (AppStore, iTunes). Η Amazon έκανε την αντίθετη διαδρομή, αφού από τις διαδικτυακές υπηρεσίες και τη διανομή βιβλίων έφτασε σήμερα να παράγει την πιο δημοφιλή συσκευή ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων στον πλανήτη, το Kindle, καθώς και το κλειστό, λειτουργικό του σύστημα. Επίσης η Amazon είναι ο μεγαλύτερος πάροχος υπηρεσιών επιγραμμικής αποθήκευσης (cloud services, hosting) στον κόσμο. Η Microsoft εκτός από τα Windows προσφέρει κάθε είδους λογισμικό, μερικά εκ των οποίων τείνουν να γίνουν μονοπώλια (πχ. Microsoft Office), διαδικτυακές υπηρεσίες (Hotmail, Skype) ακόμη και κινητές συσκευές (Nokia). Η Google εκτός από την απόλυτη κυριαρχία της σε διαδικτυακές υπηρεσίες όπως η μηχανή αναζήτησης (πάνω από 80% μερίδιο αγοράς παγκόσμια), το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (Gmail), οι χάρτες (Google Maps), η επιγραμμική αποθήκευση (Drive), τα κοινωνικά δίκτυα (Google+) κλπ. ελέγχει επίσης το πιο διαδεδομένο λειτουργικό για κινητά (Android) αλλά ακόμη και την κατασκευή συσκευών (Motorola). Οι παραπάνω εταιρείες διαθέτουν επίσης τεράστια ιδιόκτητα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, όπως για παράδειγμα υπερατλαντικά καλώδια, και πειραματίζονται με την παροχή ασύρματης σύνδεσης σε περιοχές του πλανήτη όπου τα σταθερά δίκτυα δεν λειτουργούν (κυρίως Αφρική και Ασία). Προσθέτοντας τηλεπικοινωνιακούς και πληροφοριακούς γίγαντες τύπου Verizon, Cisco, IBM, Deutsche Telekom και Comcast, έχει κανείς σαφή εικόνα ενός ολιγοπωλίου αποτελούμενου από δύο δεκάδες αλληλοσυνδεδεμένες πολυεθνικές το οποίο ελέγχει απόλυτα το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κομμάτι του σύγχρονου διαδικτύου.


Οι παίκτες αυτοί έχουν τη δυνατότητα να θέτουν υψηλά τεχνολογικά και οικονομικά εμπόδια στους εν δυνάμει ανταγωνιστές τους μικρότερης κλίμακας. Για παράδειγμα η Google διαθέτει άγνωστο αριθμό data centers με πάνω από ένα εκατομμύριο σέρβερς. Η λειτουργία της βαριάς αυτής βιομηχανίας του διαδικτύου προϋποθέτει τεχνολογίες αιχμής αλλά κυρίως τεράστια κεφάλαια απαραίτητα για να καλυφθούν τα υψηλά έξοδα λειτουργίας (συσκευές, ενέργεια, ψύξη κλπ.). Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό ότι οποιοσδήποτε νεοεισερχόμενος παίκτης που δεν διαθέτει τέτοιους πόρους αδυνατεί να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Επίσης το διαδικτυακό ολιγοπώλιο διατηρεί το προβάδισμα του εξαγοράζοντας συνεχώς καινοτόμες υπηρεσίες (start-ups), είτε για να τις εντάξει στη στρατηγική του, είτε για να εξαφανίσει εν δυνάμει ανταγωνιστές. Πρόσφατα παραδείγματα η εξαγορά του Whatsapp από τη Facebook και του Topsy από την Apple. Από το 2001 μέχρι σήμερα η Google έχει εξαγοράσει 150 μικρότερες εταιρείες.


Τέλος, οι μεγάλοι παίκτες παρόλο που ανταγωνίζονται μεταξύ τους στο σύνολο των ψηφιακών αγορών, δημιουργούν και στρατηγικές συμμαχίες σε συγκεκριμένους τομείς. Πρόσφατα παραδείγματα η απόφαση της Nokia να χρησιμοποιεί πλέον στα κινητά που παράγει το λειτουργικό Android της Google και αυτή της Apple να εγκαταστήσει στο iOS 7 τη μηχανή αναζήτησης Bing της Microsoft. Ενώ η υψηλή οικονομική συγκέντρωση είναι χαρακτηριστικό κι άλλων αγορών, όπως για παράδειγμα της πολιτιστικής βιομηχανίας, στην περίπτωση του διαδικτυακού ολιγοπωλίου η κλίμακα είναι παγκόσμια και οι εξελίξεις ταχύτερες γιατί οι συγκεντρωτικές τάσεις εντείνονται από ένα κλασικό χαρακτηριστικό της οικονομίας δικτύων το network effect. Αυτό το χαρακτηριστικό αυξάνει τη χρησιμότητα μια υπηρεσίας για κάθε χρήστη ξεχωριστά, όσο ο συνολικός τους αριθμός μεγαλώνει. Τελικά οι διαδικτυακές πολυεθνικές, οι οποίες υπήρξαν κάποτε φορείς καινοτομίας, έχουν πλέον εξελιχθεί σε εμπόδια για την ανάπτυξη μη εμπορικών υπηρεσιών και μικρής κλίμακας επιχειρηματικότητα, οι οποίες παραδοσιακά αποτελούν τον κύριο παράγοντα εμπλουτισμού του διαδικτύου.


Ο ρόλος των πληροφοριακών ενδιάμεσων


Ο ζωτικός ρόλος που καταλαμβάνει το διαδικτυακό ολιγοπώλιο είναι αυτός του πληροφοριακού ενδιάμεσου (infomediary). Σκοπός των προαναφερόμενων εταιρειών είναι να καλύψουν όλο το φάσμα υπηρεσιών, συσκευών, λογισμικών και τηλεπικοινωνιακών δομών που απαιτείται ούτως ώστε να συνδεθεί η ζήτηση πληροφοριακών και πολιτιστικών αγαθών με την προσφορά. Αυτό δηλαδή που ο Yochai Benkler αποκαλεί physical infrastructure layer και logical layer του διαδικτύου. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι γενικά το διαδικτυακό ολιγοπώλιο απέχει από τις δραστηριότητες παραγωγής περιεχομένου και πληροφορίας (ΜΜΕ, στούντιο μουσικής ή κινηματογράφου κλπ.) και επικεντρώνεται στα κανάλια διανομής όπου η παραγόμενη υπεραξία είναι υψηλότερη και η δυνατότητα ελέγχου της παραγωγικής αλυσίδας πιο εύκολη.


Πράγματι, οποιοσδήποτε χρήστης θελήσει να έχει πρόσβαση σε περιεχόμενα μέσω διαδικτύου είναι πλέον αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει τα κανάλια που ελέγχονται από το διαδικτυακό ολιγοπώλιο. Έτσι ο εκδημοκρατισμός των ψηφιακών μέσων παραγωγής, που όντως υφίστανται, υποσκελίζεται από τη συγκέντρωση των μέσων διανομής. Την ίδια στιγμή που το διαδικτυακό ολιγοπώλιο γίνεται απαραίτητο στους χρήστες, επιβάλλει τους κανόνες του και στους παραγωγούς περιεχομένου ή υπηρεσιών οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να υπακούσουν στις επιταγές του αν δεν θέλουν να εξαφανιστούν. Για παράδειγμα το Search Engine Optimization, του οποίου οι κανόνες επιβάλλονται από την Google, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για εκατομμύρια μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις η οικονομία των οποίων εξαρτάται άμεσα από τη θέση που καταλαμβάνουν στα αποτελέσματα της μηχανής αναζήτησης. Κατά τον ίδιο τρόπο οι εκατοντάδες χιλιάδες προγραμματιστές που παράγουν εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα εξαρτώνται άμεσα από τις δύο κυρίαρχες πλατφόμες AppStore και Android Market. Η επιτυχία πολλών συγγραφέων εξαρτάται από τις διαθέσεις της Amazon, η επισκεψιμότητα ενημερωτικών ιστότοπων από τους αλγόριθμους των Google News και Facebook και ούτως καθεξής. Η αδιαφάνεια και η πολυπλοκότητα των αλγόριθμων δε τους θέτει έξω από κάθε δυνατότητα δημοκρατικού ελέγχου αφού ακόμη κι η νομοθετική και δικαστική εξουσία αδυνατεί να καταλάβει το πως ακριβώς λειτουργούν.


Το διαδικτυακό ολιγοπώλιο σαφώς και προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες. Ταυτόχρονα όμως παρακρατεί υπέρογκο κομμάτι της παραγόμενης υπεραξίας, είτε μέσω προμηθειών επί των πωλήσεων (Apple, Amazon), είτε κυριαρχώντας στη διαφημιστική αγορά (Google, Facebook). Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, όπως αυτή της Apple, οι ολιγοπωλιακοί παίκτες « φυλακίζουν» τους χρήστες σε κλειστά συστήματα περιορίζοντας δραστικά τις επιλογές τους. Για παράδειγμα ένας ιδιοκτήτης iPhone δεν μπορεί παρά να επιλέξει ανάμεσα στις εφαρμογές που η εταιρεία δέχεται να διανείμει μέσω του AppStore. Αυτή η δυνατότητα δεν έχει μόνο οικονομικές αλλά και πολιτικές επιπτώσεις αφού η Apple δεν διστάζει ακόμη και να λογοκρίνει περιεχόμενα που δεν είναι της αρεσκείας της. Σε άλλες περιπτώσεις όπως αυτή της Google η στρατηγική που εφαρμόζεται είναι πιο ανοιχτή με σκοπό να κεφαλαιοποιήσει τις θετικές εξωτερικότητες που προσφέρουν κοινότητες ανοιχτού λογισμικού. Αυτός είναι ο λόγος που η συγκεκριμένη εταιρεία χρησιμοποιεί εν μέρει προγράμματα ανοιχτού κώδικα για τα προϊόντα της (πχ. Android και Chrome) ή χρηματοδοτεί ανάλογα πρότζεκτ όπως το Mozilla Foundation. Έστω όμως κι αν οι στρατηγικές των εταιρειών αυτών διαφέρουν ο στόχος τους είναι κοινός: ο πλήρης έλεγχος της πρόσβασης του κοινού σε πολιτισμικά και πληροφοριακά αγαθά καθώς και σε διαδικτυακές υπηρεσίες.


Συλλογική νοημοσύνη, προσωπικά δεδομένα και επιτήρηση


Ένα καίριο χαρακτηριστικό της διαδικτυακής οικονομίας είναι το γεγονός ότι εξαρτάται από έμμεση χρηματοδότηση. Αυτό σημαίνει ότι η πρόσβαση σε μεγάλο κομμάτι των περιεχομένων και των υπηρεσιών που βρίσκει κανείς στο διαδίκτυο είναι δωρεάν για τον τελικό χρήστη. Οι δύο πηγές της έμμεσης χρηματοδότησης είναι η άμισθη εργασία των ίδιων των χρηστών (free labor) οι οποίοι παράγουν περιεχόμενο και τα προσωπικά τους δεδομένα που πωλούνται στους διαφημιστές.


Πράγματι μια από τις βάσεις των υπηρεσιών που προσφέρει το διαδικτυακό ολιγοπώλιο είναι η συμμετοχή του κοινού στην δημιουργία και την διάδοση περιεχομένου (κείμενο, εικόνες, βίντεο, ήχος) και μετά-περιεχομένου κάθε μορφής (οδηγίες, απαντήσεις, εξηγήσεις, ψήφοι, κριτικές). Σε γενικές γραμμές το χαρακτηριστικό αυτό εκλαμβάνεται θετικά από τους χρήστες των συμμετοχικών εφαρμογών λόγω του ενεργού ρόλου που καλούνται να παίξουν, κάτι που εκ πρώτης όψεως αντιτίθεται στο παθητικό μοντέλο του εξαρτημένου και ετερόνομου τηλεθεατή. Όπως αναφέρει ο Nick Dyer Witheford, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Μαρξ στο βιβλίο του Grundrisse (The Fragment on Machines) υποστήριζε ότι σε τελική ανάλυση η γνώση, με την έννοια της συσσωρευμένης εμπειρίας, αποτελεί την κινητήρια δύναμη του παραγωγικού συστήματος, κάτι που ονόμασε « general intellect» ή συλλογική νοημοσύνη.


Η ιδέα αυτή του Μαρξ υιοθετήθηκε και εμπλουτίστηκε στην συνέχεια από διανοητές του Ιταλικού αυτονομιστικού μαρξισμού (Virno, Negri, Lazzarato, Hardt) και τα γραπτά τους στο περιοδικό Futur Interieur. Οι τελευταίοι, προσπαθώντας να ενσωματώσουν στην ανάλυση του Μαρξ τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου παραγωγικού συστήματος, θεώρησαν τη συλλογική νοημοσύνη – δηλαδή το σύνολο των επικοινωνιακών, πολιτιστικών, διαλογικών, γλωσσικών ή ηθικών χαρακτηριστικών, που αναπτύσσουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους μ’ άλλους ανθρώπους, μέσω του διαλόγου κι οποιωνδήποτε άλλων σχέσεων κι αλληλεπιδράσεων έχουν μεταξύ τους – ως βασική συνιστώσα του μεταφορντικού καπιταλισμού. Ως αποτέλεσμα εργοστάσιο και κοινωνία ταυτίζονται δημιουργώντας το social factory.


Εάν μεταφέρουμε την ιδέα της συλλογικής νοημοσύνης στο πεδίο της διαδικτυακής οικονομίας καταλαβαίνουμε ότι ο βασικός πόρος που διαθέτουμε εμείς οι απλοί χρήστες του διαδικτύου για το οικονομικό σύστημα είναι η ίδια η δυνητική μας ύπαρξη και οι τρόποι με τους οποίους αυτή μετουσιώνεται σε υπεραξία: οι μουσικές που ακούμε και που παράγουμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, οι φωτογραφίες που βγάζουμε, οι ιδέες και απόψεις που εκφράζουμε δημόσια και ιδιωτικά, οι προτιμήσεις μας, οι φίλοι μας, οι λιγότεροι φίλοι, οι πάσης φύσεως κοινωνικές σχέσεις που συνάπτουμε καθημερινά και βέβαια η τεχνογνωσία που ο καθένας μας διαθέτει σε ότι αφορά τους τρόπους διασποράς αυτών των πληροφοριών. Σε μια τέτοια διάρθρωση, οι διαδικτυακές υπηρεσίες είναι πρωταρχικής σημασίας για το σύγχρονο παραγωγικό σύστημα αφού αποτελούν ουσιαστικά « μηχανές συγκομιδής » της συλλογικής νοημοσύνης.


Όταν η Facebook αγοράζει το Instagram στην ουσία το αντικείμενο της αγοραπωλησίας δεν είναι τόσο η τεχνολογία αλλά η «κοινότητα», με την έννοια ενός συνόλου πληροφοριών που αφορούν τους χρήστες, τις τεχνικές και κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους αλλά και τις δεξιότητες που κομίζουν. Οι δραστηριότητες των χρηστών μέσα σε αυτές τις πλατφόρμες αποτελούν λοιπόν μια νέου είδους άμισθη εργασία που ουσιαστικά χρηματοδοτεί τις υποτίθεται « δωρεάν» υπηρεσίες μέσω της παραγωγής περιεχομένων.


Ταυτόχρονα με τη εκμετάλλευση της άμισθης εργασίας των χρηστών, οι πλατφόρμες του διαδικτυακού ολιγοπωλίου έχουν σαν στόχο την παρακολούθηση και καταγραφή όλων των πτυχών της δυνητικής μας ύπαρξης υλοποιώντας έτσι την απόλυτη διαφάνεια του υποκειμένου. Η εγκαθίδρυση της διαφάνειας ως υπέρτατη αξία βρίσκει τις ιδεολογικές ρίζες της σε αυτό που ο Φουκώ ονομάζει Πανοπτισμό: « το μείζον αποτέλεσμα του πανοπτικού είναι το ακόλουθο: να υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, σε βάρος του, κατάσταση ορατότητας που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Να μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης, ακόμη κι αν αυτή είναι ασυνεχής στην άσκησή της. Το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα να είναι μια μηχανή για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον που την ασκεί. Κοντολογίς, οι κρατούμενοι να παγιδεύονται και να υφίστανται μια εξουσία της οποίας οι ίδιοι είναι οι φορείς». (Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα, Ράππας, 1989, σελ. 266).


Στην περίπτωση του διαδικτυακού ολιγοπωλίου διαφαινόταν ότι ο λογική του Πανοπτισμού δεν θα έμπαινε στην υπηρεσία ενός σωφρονιστικού ή κατασταλτικού μηχανισμού αλλά θα συμμετείχε απλά και μόνο στην άντληση διαφημιστικής υπεραξίας. Όμως οι αποκαλύψεις του Edward Snowden έδειξαν μια σύμπτωση συμφερόντων μεταξύ του διαδικτυακού ολιγοπωλίου και των υπηρεσιών ασφαλείας. Οι τελευταίες ευνόησαν την ανεξέλεγκτη συσσώρευση προσωπικών δεδομένων με την προϋπόθεση ότι θα έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά όποτε το θελήσουν. Δεν έχει σημασία αν οι Google, Facebook κλπ. συνεργάστηκαν συνειδητά με την NSA ή παγιδεύτηκαν από αυτή. Σημασία έχει η αντικειμενική σύγκλιση και το αποτέλεσμα: οι αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας διαθέτουν απεριόριστη και ανεξέλεγκτη πρόσβαση στα δεδομένα των κυριότερων πάροχων διαδικτυακών υπηρεσιών στον κόσμο. Μέηλ, τσάτ, κοινωνικά δίκτυα, VoIP, αναζητήσεις, αγορές, προτιμήσεις αλλά και τηλεφωνικές επαφές, γεωεντοπισμός και οτιδήποτε άλλο παράγουμε και μοιραζόμαστε στο διαδίκτυο και στα κινητά τηλέφωνα καθημερινά μέσω των πιο γνωστών υπηρεσιών αποτελούν έτσι δυνητικό πεδίο ανεξέλεγκτης μαζικής παρακολούθησης. Το διαδίκτυο από εργαλείο στην υπηρεσία της δημοκρατίας μετατρέπεται έτσι στη μεγαλύτερη μηχανή επιτήρησης της ανθρώπινης ιστορίας,


Διαδικτυακό ολιγοπώλιο και οικονομικό-πολιτικό κατεστημένο


Τα παραπάνω δείχνουν ξεκάθαρα τη θέση του διαδικτυακού ολιγοπωλίου στο κέντρο του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης και από τις ιδιαίτερες σχέσεις που οι πολυεθνικές του διαδικτύου διατηρούν με το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του πλανήτη (Morgan Stanley, Goldman Sachs κλπ.), οι σημαντικότεροι ολιγάρχες (Ρωσία, Σαουδική Αραβία) και τα πιο δραστήρια hedge funds έχουν μεγάλο αριθμό μετοχών όλων των εταιρειών του διαδικτυακού ολιγοπωλίου. Τα συμφέροντα αυτών των εταιρειών ταυτίζονται έτσι εν πολλοίς με αυτά της καρδιάς του παγκόσμιου κεφαλαίου. Επίσης το διαδικτυακό ολιγοπώλιο είναι αυτό που προσφέρει την υλική και λογισμική βάση για τη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αφού το τελευταίο δεν νοείται στη σημερινή του μορφή χωρίς ψηφιακές τεχνολογίες και δίκτυα.


Ταυτόχρονα οι συγκεκριμένες εταιρείες ασκούν οργανωμένη και μαζική φοροδιαφυγή χρησιμοποιώντας φορολογικούς παραδείσους και πολύπλοκα σχήματα με off shore εταιρείες ώστε να ελαχιστοποιούν τους φόρους που πληρώνουν στις χώρες στις οποίες δραστηριοποιούνται. Πρόσφατα οι γαλλικές φορολογικές υπηρεσίας επέβαλλαν πρόστιμο ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στη Google για αυτό το λόγο. Το ίδιο συμβαίνει και στη Μεγάλη Βρετανία. Σήμερα μόνο τέσσερις εταιρείες του χώρου οι Apple, Microsoft, Google και Cisco Systems διαθέτουν ένα κρυμμένο θησαυρό 331 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκ των οποίων τα 255 βρίσκονται σε φορολογικούς παραδείσους και δεν φορολογούνται ούτε από το αμερικανικό κράτος. Σε μια επίδειξη κυνικότητας, οι συγκεκριμένες εταιρείες αγοράζουν κρατικό χρέος των ΗΠΑ με αυτά τα χρήματα με αποτέλεσμα όχι μόνο μην πληρώνουν τους φόρους που τους αναλογούν αλλά να βγάζουν κέρδη δανείζοντας το κράτος.


Η σύνδεση του διαδικτυακού ολιγοπωλίου με το οικονομικό κατεστημένο συμπληρώνεται από στενές σχέσεις με ισχυρούς πολιτικούς. Είναι γνωστό ότι οι Microsoft και Google μαζί με τα πανεπιστήμια της Καλιφόρνια ήταν οι σημαντικότεροι χρηματοδότες της προεκλογικής καμπάνιας του Ομπάμα το 2012. Πολλά από τα σημαντικά στελέχη της Silicon Valley μπήκαν στην κυβέρνηση και το αντίστροφο. Η καμπάνια του Ομπάμα το 2012 χαρακτηρίστηκε από την πιο πολύπλοκη και αποτελεσματική χρήση big data στην ιστορία. Για παράδειγμα οι σύμβουλοι του Αμερικανού προέδρου είχαν ελεύθερη πρόσβαση σε τεράστιες ποσότητες δεδομένων μέσω του Facebook τα οποία τους επέτρεψαν να στοχεύσουν τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Οι σύμβουλοι αυτοί μετά τις εκλογές απορροφήθηκαν από την Silicon Valley.


Η πολιτική φιλοδοξία των παικτών του διαδικτυακού μονοπωλίου διαφαίνεται και από την πρόσφατη εμπλοκή τους στο χώρο των ΜΜΕ. Ο ιδρυτής της Amazon Jeff Bezos αγόρασε έτσι μια από τις σημαντικότερες αμερικανικές εφημερίδες, την Washington Post, ο ιδιοκτήτης της eBay Pierre Omidyar επένδυσε 250 εκατομμύρια δολάρια για τη δημιουργία του First Look Media, ο συνιδρυτής του Facebook Chris Hughes αγόρασε το περιοδικό New Republic. Ακόμη και στη Γαλλία η Monde και το περιοδικό Nouvel Observateur ελέγχονται από τον επιχειρηματία Xavier Niel ιδιοκτήτη ενός από τους μεγαλύτερους τηλεπικοινωνιακούς πάροχους της Ευρώπης. Και βέβαια η Google χρηματοδοτεί αναρίθμητα πρότζεκτς γύρω από τον χώρο των ΜΜΕ. Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ελλάδα ο έλεγχος ΜΜΕ από ισχυρούς επιχειρηματίες γίνεται πάντα για ιδιοτελείς σκοπούς. Μπορεί λοιπόν να υποθέσει κανείς με αρκετή ασφάλεια ότι η στρατηγική των συγκεκριμένων επιχειρηματιών μέσω της εμπλοκής τους στο χώρο είναι η προάσπιση των συμφερόντων τους και η προώθηση της ατζέντας των θεμάτων που τους αφορούν.


Κατακλείδα


Πίσω από τη συμπαθητική φιγούρα των νέων και και ταλαντούχων ιδρυτών τους, κάτω από τα αστραφτερά περιβλήματα των πανάκριβων συσκευών που παράγουν, μέσα στον κώδικα του λογισμικού που δημιουργούν, οι τεχνολογικοί γίγαντες της Silicon Valley κρύβουν ένα πολύ διαφορετικό πρόσωπο: αυτό ενός παγκόσμιας κλίμακας ολιγοπωλίου που ελέγχει την υλική και λογισμική βάση μέσω της οποίας λειτουργεί σήμερα η οικονομία και η κοινωνία. Αυτό που προσπάθησα να δείξω σε αυτό το κείμενο δεν είναι ότι όλοι αυτοί συνωμοτούν με στόχο την παγκόσμια κυριαρχία. Ούτε ότι οι υπηρεσίες και τα εργαλεία που προσφέρουν δεν έχουν χειραφετικές δυνατότητες προσωπικής ολοκλήρωσης και εκδημοκρατισμού, το αντίθετο μάλιστα. Το βασικό επιχείρημα μου είναι ότι το διαδικτυακό ολιγοπώλιο εκπροσωπεί την αβαντ γκαρντ του σύγχρονου, γνωσιακού καπιταλισμού. Ως τέτοιο λοιπόν εκπροσωπεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και επιδιώκει τη συνέχιση, με άλλα μέσα, της συσσώρευσης κεφαλαίου από αυτές. Όσο πιο γρήγορα αυτό γίνει κατανοητό από όλους μας, τόσο πιο εύκολα θα μπορέσουμε να επιβάλλουμε τη δημοκρατική ρύθμιση του διαδικτύου και την ανάδυση εναλλακτικών τεχνολογικών και κατ’επέκταση πολιτικών μοντέλων.  


Πηγή  http://ephemeron.eu/1168